γαμπρικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπρικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαμπρικὸς ἐπίθ. Θήρ. ’αμπρικὸς Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαμπρὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς κατά -ικός.

Σημασιολογία

Γαμπρήσιˬος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Φορέματα γαμπρικά Θήρ. || ᾎσμ. Ὁ Πολυχρόνης ἤφυε τ’ ἐπῆε νά ψουνίσῃ τσαὶ γιˬά ’να μῆνα τσαὶ γιˬὰ δυˬὸ ὀπίσω νὰ ’υρίσῃ τσ’ εἶπε νὰ ἑτοιμάσωμε τὰ ᾿αμπρικά του ὅλα, γιˬατ' ἤθελε νὰ παντρευτῇ ἐφέτι τὸ χειμῶνα Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/