γανάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γανάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γανάδα ἡ, σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Γάνα 1, ὃ ἰδ. σύνηθ.: Τὸ καζάνι βγάνει γανάδα. β) Ἡ χυμικὴ δηλητηριώδης ἀλλοίωσις φαγητοῦ ἐκ τῆς ὀξιδώσεως χαλκίνου σκεύους Εὔβ. Χίος κ.ἀ.: Δὲ γάνωσα τὸ χαρανὶ κ’ ἔβγαλε γανάδα τὸ φαεῖ Εὔβ. Χίος. 2) Κηλίς, σκωρία μετάλλου ἐν γένει Σάμ. 3) Γάνα 4, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Ἔχει ἡ γλῶσσα μου γανάδα. Ἔχω γανάδα ’ς τὸ στόμα. β)Μεγάλη, ὑπερβολικὴ δίψα Δαρδαν. γ) Ὁ ἐκ ψύξεως προκαλούμενος ἐρεθισμὸς τοῦ λάρυγγος καὶ ἡ ἀλλοίωσις τῆς φωνῆς πολλαχ.: Ὁ λαιμός μου ἔχει γανάδα (ὁμιλῶ βραχνά). 4) Ὁ ἐν περιπτώσει πλήρους γαλήνης τῆς θαλάσσης προκαλούμενος ὑπὸ ἐλαφρᾶς πνοῆς ἀνέμου διάφορος χρωματισμὸς εἴς τι μέρος τῆς ἐπιφανείας της Ἤπ. 5) Τὸ ἕνεκα ὁμίχλης πρασινωπὸν χρῶμα τοῦ ὁρίζοντος Μεγίστ. Β) Μεταφ. 1) Γάνα Β1, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Σουφλ.): 'Απ’ τὴ γανάδα (δὲν ἤξιρι τί ἔκανι. || Φρ. Ἦρτι γανάδα φουρτουμένους. 2) Γάνα Β2, ὃ ἰδ., Εὔβ. Θρᾴκ.(’Αδριανούπ. Αἶν. Σηλυβρ.) Μακεδ.: Παροιμ. φρ. Ὅ’ ἡ γανάδα μ’ τ’ ἀντροῦ μ’ οὑ θάνατους (διὰ τοὺς ἀδιαφοροῦντας διὰ ζημίαν τινὰ) Αἶν. 3) Κόπωσις Μακεδ. Πβ. γάνα, γανάδι, γανιˬὰ (Ι), γανιˬάδα, γανίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/