γαρδουμιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδουμιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαρδουμιˬάζω ἀμάρτ. ’αρδουμιˬάζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) βαρδουμιˬάζω Νάξ. (Φιλότ.) οὐαρδουμιˬάζω Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρδούμι, παρ’ ὃ καὶ ᾽αρδούμι καὶ βαρδούμι.

Σημασιολογία

1) ᾿Ενεργ., παρασκευάζω γαρδούμιˬα ἐκ τῶν ἐντέρων καὶ τῶν σπλάγχνων σφαγέντος ζῴου ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽αρδουμιˬάζω λέμε ὅτι νὰ κάνωμε ᾿αρδούμιˬα : ᾿αρδούμιˬασέ τα δὰ μάνι-μάνι ᾿ιˬατὶ βιˬάζομαι, θέλω νὰ φύω ’Απύρανθ. Σφάξε το μάνι-μάνι τὸ ζῶ καὶ οὐαρδούμιˬασέ το νὰ φᾶμε gαένα βαρδούμι Φιλότ. 2) Μέσ. μεταφ., ἔρχομαι εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι πρός τινα ’Απύρανθ.: ’αρδουμιˬάζοdαι πάλι, σκοτώνοdαι· ὅπου νά ’ναι θὰ φᾶμε ’αρδούμιˬα. ᾿Εδιˬάηκα καὶ τσ’ εἶδα νὰ ’αρδουμιˬάζωdαι. β) Κόπτομαι διαμαρτυρόμενος, διαμαρτύρομαι ἐντόνως κατά προσαπτομένης κατηγορίας αὐτόθ.: ᾿αρδουμιάζεται πὼς δὲν ἔχει εἴδηση.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/