γαστέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαστέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαστέρα ἡ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) ᾿Ικαρ. Ἴμβρ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ. Ὄλυμπ. Σέρρ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Μῆλ. Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (’Αρτάκ. Κούταλ. Κύζ. Μηχαν.) Ρόδ. κ.ἀ.-Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Βλαστ. 337 Πρω. Δημητρ. βαστέρα Κάρπ. ἀγαστέρα Ἄνδρ.᾿Αντικύθ. Κρήτ.Κύθηρ. ᾿αστέρα Κέρκ. (Νύμφ.) Κύθηρ. Κύθν. Μακεδ. (Κηπουρ.) Ρόδ. Σάμ - Λεξ. Βλαστ. 399 ’στέρα Κύπρ. γαστέρας ὁ, Μῆλ. Προπ. (᾽Αρτάκ. Κύζ. Μαρμαρ.) -Λεξ. Βλαστ. 311 ’αστέρας Ἤπ. (Θεσπρ.) Θήρ. ᾿Ικαρ Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Κύπρ. Προπ. (Προκόνν.) Σάμ.-Λεξ. Βλαστ. 399 ’άστερας Κέως Μέγαρ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γαστέρα. Ὁ τύπ. ἀγαστέρα καὶ ἐν ᾿Αγαπίου Γεωπονικῷ (ἔκδ. Βενετίας) σ. 142 καὶ ἐν Φορτουν. Β στ. 290 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ. σ. 78). Ὁ τύπ. ᾿αστέρα δι᾽ ἀποβολὴν τοῦ ἀρκτικοῦ γ, ὁ δὲ τύπ. ᾽στέρα διὰ περαιτέρω ἀποβολὴν τοῦ ἀρκτικοῦ α. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 224. 2,417. Διὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ γένους εἰς τὸν τύπ. γαστέρας, βλ. αὐτόθ. 2, 51, 112, διὰ δὲ τὴν μετακίνησιν τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ ’άστερας, πβ. τὰ ἀνάλογα ἀγκῶνας>ἄγκωνας>ἀστέρας>ἄστερας,κλπ.

Σημασιολογία

1) Ἡ κοιλία, τὸ ὑπογάστριον ᾿Ικαρ. Κέως Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Μέγαρ. κ.ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Δὲ dρώει, γιατὶ θέλει, λέει, νὰ καθαρίσῃ ἡ--ἀγαστέρα dου Κρήτ. Σφίγγω τὸν ᾿αστέρα μου ἀπὸ τὸ bόνο Κύθν. 2) Ἡ γαστραλγία, ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν καὶ τὸ ὑπογάστριον ἐν γένει ἐντοπιζόμενος πόνος, συνήθως ὁ ἰσχυρὸς καὶ ὀξύς, ἀνεξαρτήτως αἰτιολογίας Ἤπ. (Θεσπρ.) Θήρ. ᾿Ικαρ. Κέρκ. (Νύμφ.) Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Μακεδ. (Κηπουρ.) Μῆλ. Ρόδ. Σάμ. -Λεξ. Βλαστ. 399 Πρω. Δημητρ.: Ἔχω γαστέρα ᾿Ικαρ. Ηὗρε dον ἡ γαστέρα του Ρόδ. Ἔχει τὸν ᾿αστέρα dου Κρήτ.Ἔχου τούν ᾿αστέρα Σάμ. Πκιˬάνει τον ἡ ᾿στέρα τζαὶ κλώθεται σὰν τὸ φί’ιν Κύπρ. ||Ἄσμ. Μάννα, καρδιˬά μου μὲ πονεῖ, μάννα, καὶ τὸ κεφάλι, μάννα, κιˬ, ᾿αστέρας μ᾽ ἔπιˬασε καὶ θέ’ νὰ σκάσ’ ὥς (βράδυ Ἤπ. ( Θεσπρ.) Μάννα, τὰ πόδιˬα μου πονῶ, μάννα, τὴν gεφαλή μου,μάννα μ’, ᾿αστέρα μὲ κρατεῖ καὶ θέ’ νὰ πά’ νὰ πέσω Ρόδ.᾿αστέρ’ ᾿αστέρα μελανή. | μελανὴ μελανωμένη,ὅλοι σὲ λένε μελανὴ |κ᾽ ἐγὼ σέ λέω ᾿αστέρα (ἐξ ἐπῳδ.) Κέρκ. (Νύμφ.)᾿στέρα ᾿στέρα μελανή, |μελανὴ μελιτζανή,πού ᾽σαι ’ς τ’ ἄντερο πλεμένη |τζαὶ ’ς τὸ γαῖμαν (τυλιγμένη (ὁμοίως) Κύπρ. Συνών. ἀντερόκομμα, ἀντερόλυσσα, κοιλιˬόκομμα, κόψιμο, στρόφος. 3) Συνεκδ., ἡ ἐκ τοῦ περιεχομένου τοῦ ἠνύστρου (τετάρτου μέρους τοῦ στομάχου) τῶν γαλαθηνῶν ἀμνῶν καὶ ἐρίφων λαμβανομένη πυτία, χρησιμοποιουμένη μετὰ σχετικὴν παρασκευὴν εἰς τὴν τυροκομίαν ’Αντικύθ. Ἴμβρ. Κάρπ. Κρήτ.: ’Εξέχασε νὰ βάλῃ ἀγαστέρα καὶ γιˬὰ ’κε͜ιονὰ δὲ bήσσει τὸ γάλα Κρἡτ. Συνών. γαστέρι 1β, μαγιˬά, πυτιˬά. 4) Μεταφ., κοιλιόσχημον δοχεῖον ὑάλινον, πήλινον, μετάλλινον ἤ ξύλινον χρησιμοποιούμενον ὡς οἰνοχόη ἤ ὑδροχόη Ἄνδρ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ. Ὄλυμπ. Σέρρ. Χαλκιδ. κ.ἀ) Πελοπν. (Μάν.).-Λεξ. Βάιγ Μπριγκ. Βλαστ. 337 Πρω. Δημητρ.: Πάρι μιˬὰ γαστέρα κὶ πάινι νά βά’ς κρασὶ Μακεδ. (Ὄλυμπ.) ΙΙ Ἄσμ. Μόνε γαστέρα κουπωτὴ μὲ τ᾿ ἀσημένιˬο χέρι,πὄκανες κρύσταλλο νερὸ χειμῶνα καλοκαίρι (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν (Μάν.) Βάλτε νερὸ ᾽ς τὴν ἀγαστέρα τσαὶ τὰ φύλλα τῆς ’μερόλιˬας τσαὶ τοῦ βάτου τὴν κορφὴ (ἐξ ἐπῳδ.) Ἄνδρ. Συνών. γαστερικό, καράφα, μποτίλιˬα, τσότρα, φλασκί. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. β) Εἶδος μονώτου δοχείου κοιλιοσχήμου, χωρητικότητος ἡμισείας ἤ μιᾶς ὀκᾶς, ὅπερ χρησιμοποιεῖται ὡς μέτρον ἐλαίου ἤ οἴνου ’Αντικύθ. Κρήτ. Κύθηρ. κ.ἀ. - Λεξ. Βάιγ. γ) Τὸ σακκοειδές ἄνοιγμα τῶν ἁλιευτικῶν δικτύων, ἐντὸς τοῦ ὁποίου συσσωρεύονται τελικῶς οἱ ἁλιευθέντες ἰχθύες Προπ. (’Αρτάκ. Κούταλ. Κύζ. Μαρμαρ. Μηχαν. Προκόνν.). - Λεξ. Βλαστ. 311 : Τὰ ψάριˬα εἶναι μέσα’ ς τὴ γαστέρα Ἀρτάκ. Μιˬά μεγά’ γαστέρα μπορεῖ νὰ πάρῃ χιλιˬάδες ὀκάδες ψάριˬα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/