γαττάγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττάγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττάγι τό, ἀμάρτ. γατ-τάγι Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ. Κύμ κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -άγι, δι᾽ ἣν ἰδ. Στ. Καρατζᾶ, ‘Υποκορ. Κύμ., 17 κἑξ., 31, 46.
Σημασιολογία
Γαττάκι 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA