γειτόνεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γειτόνεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γειτόνεμα τό, Κῶς - Λεξ. Βυζ. Δημητρ. ’τόνεμα Θρᾴκ. (Σαμακόβ. Σκοπ.) ’τόιμα Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Σαμοθρ. γειτόνεμαν Πόντ. (Σταυρ.) ’ειτόνεμα Σκῦρ. ’τίν᾿μα Θάσ. (Θεολόγ.) χ’τόιμα Ἴμβρ.

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ρ. γειτονεύω. Πβ. καὶ τὸ ἀρχ. οὐσ. γειτόνημα.

Σημασιολογία

1) Τὸ κατοικεῖν πλησίον τινὸς, ἡ γειτνίασις Λεξ. Δημητρ. Συνών. Γειτονεμός. 2) Αἱ γειτονικαὶ σχέσεις Πόντ. (Σταυρ.): ’Ατὲ ἡ γυναῖκα ’ς σὸ γειτόνεμαν ἀτ’ς πολλὰ καλλέσσα ἔν’ (καλέσσα = καλή). Συνών. γειτονιˬά 4. 3) Ἡ φιλικὴ ἐπίσκεψις εἰς γειτονικήν οἰκίαν Θάσ. (Θεολόγ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Κῶς Σαμοθρ. Σκῦρ. - Λεξ. Βυζ. Δημητρ.: Δὲν ἔχου σήμιρα κιρὸ γιˬὰ ’τόιμα Ἴμβρ. Μᾶς χρουστᾷς ἔνα ’τόιμα αὐτόθ. Ἡ γριˬὰ τώρα ἔναι μόνε γιˬὰ ’ειτόνεμα τσαὶ γιˬὰ φαΐ Σκῦρ. Ἡ--Ἰλέ’ πῆγι ᾽ς τοὺ ’τίν’μα Θεολόγ. Συνών. γειτόνιˬο. 4) Ἡ ἀμοιβαία τῶν μεμνηστευμένων ἐπίσκεψις, ἡ γινομένη πάντοτε τῇ συνοδείᾳ συγγενικῶν προσώπων Θρᾴκ. (Σαμακόβ.): Ἅμα συνιβάζουνdου ἕνα κορίτσ’ κ’ ᾿έλα γειτονέψ’ τὸ συνιβαστικό dου, ᾿έλα πά’ ἡ μαννέλα ἤ ’-ἡ ἀδερφὴ τῆ πα’καριˬοῦ νὰ πάρ’ τὸ κορίτσ’ γιˬὰ τὸ ’τόνεμα. Τὸ πακάρ’ πάλε, ἅμα ᾿έλα γειτονέψ’, ἤπαιρνε τὸ gαϊνῆ dου ἢ τὸ φίλο dου νὰ πά’ νὰ γειτονέψ’ (συνιβάζουνdου = ἠρραβωνίζετο, ᾿έλα = ἤθελε, συνιβαστικὸ = μνηστῆρα, gαϊνῆ = γυναικάδελφον). 5) Ἡ ἐπίσκεψις τῆς μητρὸς τοῦ γαμβροῦ μετὰ συγγενισσῶν καὶ φίλων της, τὴν Κυριακὴν ἢ ἄλλην ἑορτήν, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μελλούσης νύμφης της, μίαν ἢ δύο ἑβδομάδας μετὰ τὴν τέλεσιν τῶν ἀρραβώνων τοῦ υἱοῦ της Θρᾴκ. (Σκοπ.) 6) Συνεκδ., οἱ γείτονες Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. Κακὸ τὸ γειτόνεμα, πούλα τὸ σπίτι σου. Πβ. τὴν παροιμ. Ὡσὰν ἔχῃς κακὸ γείτονα, πούλησε τὸ σπίτι σου. Συνών. γειτονιˬὰ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/