γεμενιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμενιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεμενιˬὰ ἡ, Φοῦρν. γεμενέα Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεμενὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

1)Γυναικεῖον χαμηλὸν ὑπόδημα ἐκ μαλακοῦ δέρματος Φοῦρν. Συνών. γεμενὶ 2. 2) Ποσότης ὅσην δύναται νὰ χωρέσῃ τὸ ὑπόδημα, τὸ καλούμενον γεμενὶ Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/