γεμίσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμίσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεμίσι τό, Μεγίστ. γιμίι Ρόδ. γιμίσ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πληθ. γεμίσιˬα Ἄνδρ. Κύπρ. Προπ. (Πάνορμ.) Χίος-Π.Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ., 137-Λεξ. Βάιγ. Π.Γενναδ. 934 γεμί Πόντ. (Χαλδ.) γεμία Καππ. (Ἀνακ.) γεμίσα Ἰων. (Φώκ.) γιμίσιˬα Μακεδ. (Κοζ.) γιμία Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ.) Λέσβ. (Ἀγιάσ. Μανδαμᾶδ.) Μακεδ. γιˬομίσιˬα γιˬουμίσιˬα Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Μακεδ. (Βλάστ.) γουμία Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yemis=ὀπώρα.
Σημασιολογία
1) Αἱ ὀπῶραι, οἱ καρποὶ ἔνθ’ ἀν.: ’Φτὸν τὸ δένdρον ’ὲν gάμνει γιμίι Ρόδ. ’Σ τοὺ τραπέζ’ ἦταν λίγιˬα γιμία κὶ κινούργιˬου κρασὶ Ἀδριανοὺπ. Τοὺ καλουκαίρ’ πορίβγιντου μὶ τὰ γιμία (τὸ καλοκαίρι ἐπερνοῦσε, ἐτρέφετο μὲ τὰ φροῦτα) Ἀγιάσ. Κ’βανιˬῶdιν τὰ γιμία μὶ τὰ γουμάριˬα τσὶ γιμώζιν τ’ ἀρχοντ’κὰ τὰ σπιτ’κὰ ἀπ’ οὕλα Μανδαμᾶδ. Καλουξόδιˬαστα νά ’ι τὰ γιμία dουν αὐτόθ. Καλὰ γιμία εἶχι ήμιρα ’ς τοῦ παζάρ’ Σέρρ. Βάλλικαν μέσα γεμία καὶ στέλλικά dα ’ς τὰ σεμαδεμένα (ἔθετον μέσα ξηροὺς καρποὺς καὶ τοὺς ἔστελλον εἰς τοὺς ἀρραβωνιασμένους) Ἀνακ. Παίρ’ λουγιˬῶ λουγιˬῶ γιμία Κομοτ. Ἀρχὴ ἀρχή, ὅντα θὰ βγοῦν γουμία Ἀδριανοὺπ. Τώρα πιˬὰ δὲν ἔχει ’σοδε͜ιά, δὲν ἔχει τρύγο ...οὐδὲ νὰ μαζέψῃ τὰ φροῦτα της, τὰ γεμίσιˬα Π.Παπαχριστοδ., ἔνθ’ ἀν. ‖ Γνωμ. Τσιρὸς ὅμους οὑρ’μάζ’ κάθα πρᾶμα, σὰ dὰ γιμία (ὁ καιρὸς ὅμως ὡριμάζει κάθε πρᾶγμα, ὅπως τὰ φροῦτα) Ἀγιάσ. Συνών. γεμισικὸς 2. 2)Φαγώσιμα εἴδη καὶ ἄλλα δῶρα, προσφερόμενα κατὰ τὸν γάμον ἢ κατὰ τὴν ἐκ τῆς ξενιτείας ἐπάνοδόν τινος Μακεδ. (Βλάστ.): ’Σ τοὺν τρανὸ τοὺ χουρὸ π’γαίνουν μὶ τὰ γιˬουμίσιˬα 3) Καρποὶ ἢ γλυκύσματα, τὰ ὁποῖα τοποθετοῦνται εἰς τὰ κόλλυβα Μακεδ. (Κοζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA