γενιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γενιˬὰ ἡ, γενεὰ λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν.) γεν-νεὰ Σύμ. γενιˬὰ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) γεν-νιˬὰ Κάρπ. Κῶς (Πυλ.) Λέρ. Μεγίστ. Πάτμ. Ρόδ. Τῆλ. γινιˬὰ κοιν. βορ. ἰδιωμ. γενέα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Ἤπ. (Χιμάρ.) Κύθηρ. Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) γενὲ Κρήτ. ’ενιˬὰ Ἰκαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ). ’εν-νιˬὰ Κάρπ. Κάσ. ’ενέα Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.) γενία Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ.) Κορσ. γεία Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) κενέα Πόντ. (Ἴμερ. Λιβερ. Τραπ. Χαλδ.) Πληθ. γενέας τά, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ’ενέας Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ γενιˬά, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. γενεά. Πβ. Μαχαιρ. 1, 150 (ἔκδ. R. Dawkins) «ὁ ἀμιράλης δὲν ἦτον πολλὰ ἀποὺ μεγάλην γενιάν». Ὁ τύπ. γενέα εἶναι Βυζαντ. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 7365 (ἔκδ. Schmitt) «ἄνθρωπον μέγαν φρόνιμον κι ἀπὸ ὑψηλὴν γενέαν» καὶ Διγεν. Ἀκρίτ τ. 2 στ. 137 (ἔκδ. Π.Καλονάρ., σ. 135) «ἡμεῖς γὰρ εὑρισκόμεθα ἀπὸ γενεᾶς μεγάλης· | ὁ πατήρ μας ἦτον ἐκ τῶν Δουκάδων τὴν μερέαν καὶ τὴν γενέαν». Ὁ τύπ. γενία εἶναι ἐπίσης Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ. 1, 234 (ἔκδ. R. Dawkins) «ξεύρετε ὅτι εἶναι ἀποὺ μεγάλην γενίαν τῶν Καταλάνων». Διὰ τὸν τύπ. γενὲ βλ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 344, 346 καὶ διὰ τὸν τύπ. γενέας τά, βλ. Ἀ.Παπαδόπ., Γραμμ. Ποντ. διαλ., 44. Διὰ τὸν τύπ. κενέα βλ. Ἀ.Παπαδόπ., Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946), 9.

Σημασιολογία

1)Τὸ σύνολον τῶν ἀνηκόντων εἰς τὸ αὐτὸ γένος, τῶν καταγομένων ἀπὸ κοινοῦ γενάρχου, τὸ γένος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Πραστ.): Εἶναι ὅλοι μιˬὰ γενιˬά. Εἴμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια γενιˬά. Βαστάει ἀπὸ μεγάλη γενιˬά. Τιμᾷ-ντροπιάζει τὴ γενιˬά του κοιν. Ἂν τύχῃ ἕνα ἀντρόγενο νὰ μὴν ἔχῃ παιδιˬά, ὁ ἄντρας παίρνει ἕνα σερνικὸ ἀπὸ τὴ γενιˬὰ τὴ δική του Πελοπν. (Κορών.) Εὐτὸς εἰναι μ-πὸ ψηλὴγ γεν-νιˬὰ Κῶς Νὰ πάρουν οἱ διˬαόλοι τὸ ’ένος τῆς ’ενιˬᾶς σου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’Èσ σέβεται τὴγ γεν-νεά της Σύμ. Ἐκάλεσε μόνο τὴ γενιˬά του. Πελοπν. (Γορτυν.) Ὅλη ἡ γενία του Μπόβ. Ἔι νο͜ιάζου ἀπὸ τὰ ματερὶ σι τὰ γεία (ὁμοιάζει πρὸς τὴν γενιˬάν, τὸ γένος τῆς μητρός του) Πραστ. Ψηλὴ γενιˬὰ (ἀρχοντικὸν γένος) Κρήτ. Νά ’τονε κιˬ ἀπὸ γενέ; αὐτόθ. Ἀς ἐμὸν τὴν γενέαν ἔνι Κερασ. Ἀς ἕναν γενέαν εἶμες (ἀπὸ μίαν γενεάν, ἀπὸ τὸ ἴδιον γένος εἴμεθα) Χαλδ. Ἀς ἐμέτερο τὴ γενεὰ κἀνεινὰν κλέφτε ’κ’ εἴχαμεν Ὄφ. Τραπ. Ξέρ’ς τὶ γενιˬὰ τ’ κιˬαρατᾶ εἶι (τ’ κιˬαρατᾶ=τοῦ κερατᾶ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἀφοῦ μέσ’ ’ς τὴγ γενιˬά σου ’ὲν ἔῃς κἀένα Λευτέρην, εἶντα λοῆς ταὶ ἔφκαλές τον ἔτσι; Κύπρ. Ἔβαλεν τὴγ γενιˬὰν τοὺς γαάρους ’ς τὸν μπελᾶν ταὶ ’ς τὰ βάσανα (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Ἕνας ἀπὸ τὴ γενιˬὰ τῶν Λάππωνε, ἅμα εἶδε τ’ς Ἀνεράϊδες, ἔτρεξε κ’επῆγε ’ς ἐκείνους (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Ὅλοι ὥς τὴ ρίζα τῆς γενιˬᾶς ξεψύχησαν ’ς τὸ παλαμάρι Ἀ.Καρκαβ., Λόγ. πλώρ., 3. || Φρ. Καταραμένη γενιˬὰ (ἀρά· ἐπὶ διεστραμμένων ἀνθρώπων). Πβ. Π.Δ. (Δεύτερον 32, 5) «γενεὰ σκολιὰ καὶ διεστραμμένη». Εἶναι γενιˬὰ τοῦ διαβόλου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Τὸ καλό μας ’ς τὴ γεν-νιˬά μας (εὐχὴ) Μεγίστ. Τά ’’ γινιˬὰ (τὰ ἔχει ἐκ κληρονομίας) Θεσσ. (Τρίκερ.) Εἶναι ’ποῦ γενιˬᾶς (ὀφείλεται εἰς κληρονομικότητα) Κύπρ. Γενεὰ τῶν γενεῶν μας (διαδοχικῶς) αὐτόθ. Γενέα πρὸς γενέα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. (Χιμάρ.) Γενιˬὰ πρὸς γενιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πβ. Π.Δ. (Ψαλμ. 105 (106) 31) «εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἕως τοῦ αἰῶνος» καὶ Π.Δ. (Ἔξοδ. 17, 16) «ἀπὸ γενεῶν εἰς γενεὰς». Δὲ μ’ γ’τώ’ς δράκου γινιˬὰ νά ’’ς (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ ἀποφύγῃ τι προσγιγνόμενον ἐναντίον του) Τῆν. Συνών. φρ. Δὲ γλυτώνεις δράκου ρίζα νά ’χῃς. Ἀτοῦ, μωρὴ γενιˬὰ (πρὸς δήλωσιν ἐπιμονῆς) Χίος || Παροιμ. Ὅ’ οἱ γύφτοι μιˬὰ γενιˬὰ (ἐπὶ συγγενῶν ἢ ὁμοφύλων, οἵτινες πρὸς ἀλλήλους μὲν παραβαλλόμενοι φαίνονται διάφοροι τὸ ἦθος, συλλήβδην δὲ κρινόμενοι θεωροῦνται πάντες οἱ αὐτοί, συνήθως πονηροὶ ἢ ὅταν, ἑνὸς ἀδικήσαντος, ἀδιακρίτως ἐπιρρίπτεται ἡ εὐθύνη εἰς πάντας τοὺς συγγενεῖς ἢ ὁμοεθνεῖς των). Ὅλ’ οἱ σκύλλοι μιˬὰ γενιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) κοιν. Εἶδ’ ὁ γύφτος τὴ γενιˬά του | κιˬ ἀναγάλλιˬασ’ ἡ καρδιˬά του (ἐπὶ τοῦ ἀσμένως ἀναστρεφομένου μετὰ τῶν ὁμοίων του) πολλαχ. Γενιˬὰ γενιˬὰ καὶ φάρα φάρα (γένος γένους διαφέρει) Κεφαλλ. Κέρκ. Ἔχει κιˬ ὁ κόρακας γεν-νιˬὰν κ’ ἡ ἀχελώνη γένιˬα (ἐπὶ ἀσήμου προσώπου) Κάρπ. Ὁ φτωχὸς γενιˬὰ δὲν ἔχει, | μόνο γένιˬα καὶ μουστάκιˬα (δὲν δίδεται σημασία εἰς τὴν καταγωγὴν τοῦ πτωχοῦ) Κεφαλλ. Ἡ ψώρα πάει ἀπὸ γενιˬᾶς ὡσὰν τὸ βασιλίκι (τὰ προτερήματα ἢ τὰ ἐλαττώματα εἶναι κληρονομικὰ) Θήρ. (Οἴα). Ἀπὸ γενιˬᾶς πάει τὸ βασιλίκι (τὰ ἀξιώματα εἶναι κληρονομικὰ) Κρήτ. Ἄσπρος στσύλ-λος, μαῦρος στσύλ-λος, ὅλ’ οἱ στσύλ-λοι μιˬὰ γενιˬὰ (ἐπὶ ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι κρινόμενοι συλλήβδην θεωροῦνται ὅμοιοι ὡς πρὸς τὸν χαρακτῆρα) Χίος (Πισπιλ.) Ὅλ’ οἱ χοῖροι μιˬὰ γενιˬὰ κ’ ἔχουν τὸ γουρούνι μπάρμπα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἰ.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 192, 215 || ᾌσμ. Ἂ μ’ ἀρωτᾷς γιˬὰ τὴ ’ενιˬά, τὸ σόι τοῦ κιˬουροῦ μου, πρῶτο gεφάλι τοῦ χωριˬοῦ ἤτονε ὁ παπποῦς μου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Καὶ πῶς νὰ τὸ dιμήσωμε αὐτόνε τὸ gουbάρο, πού ’ν’ ἀπὸ ψηλὴ γενιˬὰ κιˬ ἀπὸ μεγάλο σόι; Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Κ’ εἶσαι κιˬ ἀπὸ ψηλὴγ γεν-νιˬὰ κιˬ ἀρκονdαναθρεμ-μένος Τῆλ. Ἀπὸ πο͜ιὰ γενιˬὰ κρατε͜ιέσαι | τσαὶ μοῦ σε͜ιέσαι καὶ λυγε͜ιέσαι; Ἴος ’Èν ἐγρωνίνdζω νὰ σοῦ πῶ ’πὸ ποῦ ’ναιν ἡ ’εν-νιˬά σου, ποῦ ’σαι σὰμ μῆλο κόκ-κινο μέσα ’ς τ’ ἀρκονdικά σου Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Συνών. γενιˬακό, γέννα 6, ράτσα, σειριˬά, σειρολόγι, φάρα. 3)Οἱ ἐκ μητρὸς πρόγονοι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς τοῦ πατρός, οἵτινες καλοῦνται σόι (ὃ ἰδ.) Κρήτ. 2) Ἡ εὐγενὴς καταγωγή, τὸ εὐκλεὲς γένος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. κ.ἀ.): Ἐπῆρε γυναῖκα-ἄντρα ἀπὸ γενιˬὰ κοιν. Ἂν εἶι ἀποὺ γινιˬὰ ἡ κουπέλα, νὰ d’ bάρ’ς Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Φρ. Εἶν’ ἀπὸ γενιˬὰ κοιν. Γενεὰν ἔν’ (εἶναι ἀπὸ καλὴν οἰκογένειαν) Ἴμερ. Συνών. φρ. Εἶναι ἀπὸ αἷμα-καταγωγή, ἀπὸ σόι, ἀπὸ σειριˬά, ἀπὸ ράτσα. Γενιˬὰ καὶ χουλιˬάρι (ἐπὶ τοῦ οὐδὲν πράττοντος καὶ καυχωμένου ἐπὶ καταγωγῇ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ‖ Γνωμ. Ὅλα τά ’χει ὁ κοπελιˬάρης μας, εἶναι κιˬ ἀπὸ γενιˬὰ (πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς σημασίας τῶν προσόντων προστίθεται καὶ ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ) Θήρ. Γενιˬὰν γύρευκε, ἔννοιαν μὲν ἔῃς (ἡ καταγωγὴ ἀποτελεῖ ἐγγύησιν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἀτόμου) Κύπρ. Πβ.Ὅμ. Ζ 211 «ταύτοις τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι» καὶ Στοβ. Γ, 80 «ἐξ εὐγενῶν γενεά». Ἀποὺ γεν-νιˬᾶς ἀούραζε, τὰ σύμπαντά σου δίε (δίε=δίδε· μὴ φείδου δαπανῶν προκειμένου νὰ ἀποκτήσῃς φίλον ἐξ εὐγενοῦς οἴκου) Μεγίστ. Σὰδ δὲν εἶσ’ ἀπὸ ’εν-νιˬά, πῶς θὰ σοῦ πρέπ’ ἡ ἀρχοντιˬά; (ἐπὶ νεοπλούτου ἐξ ἀσήμου γένους) Κάρπ. Κάσ. Γυναῖκα πᾶρε ἀπὸ γενὲ καὶ σκυλλὶ ἀπὸ μητᾶτο (ἡ εὐγένεια τῆς καταγωγῆς τῆς γυναικὸς παρέχει ἐγγύησιν ἐπιτυχίας εἰς τὸν γάμον, ἡ δὲ προέλευσις τοῦ σκύλλου ἐκ ποιμενικῆς μάνδρας ἀποτελεῖ ἐγγύησιν διὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ πρὸς φύλαξιν τοῦ ποιμνίου) Κρήτ. Ἄθ-θρωπον ἀπὸ γεν-νιˬὰ νgαὶ σκύλ-λο ’πὸ τὴμ μάντρα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κῶς (Πυλ.) Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ἀπὸ σειρία γουρούνι ἀγόραζε τσ’ ἀπὸ γενιˬὰ γυναῖκα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Καρδαμ. Σαηδόν.) Λάχανο ἀπὸ κοπρέα κιˬ ἄθρωπο ἀπὸ γενέα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κύθηρ. || ᾌσμ. Τὸ λένε ὅλ’ οἱ--ἄρχοdες, κατέχομέ dο κιˬ ὅλοι, ἄθρωπος νά ’ν’ ἀπὸ γενιˬὰ καὶ νά ’ναι κιˬ ἀπὸ σόι Κρήτ. Ἄdρας σὰν ἔν’ ἀπὸ γενὲ κ’ ἔναι καὶ παλληκάρι ὅ,τι κιˬ ἂν ἔχῃς ξόδευε, φίλο νὰ τόνε κάμῃς. αὐτόθ. Θέλει τὴν καστανομαλ-λοῦν καὶ γατανοφρυδοῦσαν, ἔθελε νά ’ναι ’ποὺ γενιˬᾶς καὶ παινεμένη ρίζα Κύπρ. Πρὶν ἐυρεῦκαμ ’ποὺ γενιˬὰν, τώρα γυρεύκουμ πὄει, μὰ πὄει νοῦν ταὶ στόχασην πάλε γενιˬὰν γυρεύκει (πὄει=ποὺ ἔχει) αὐτόθ. Ὁ ὕπνος ἐδιˬαλάλησε μικρὰ παιδιˬὰ νὰ παίρνῃ, τὰ θέλει νά ’ναι ὄμορφα νά ’ναι καὶ χαϊδεμένα, νά ’ναι κιˬ ἀπὸ ψηλὴ γενιˬὰ κιˬ ἀπὸ καθάρε͜ιο αἷμα (βαυκάλ.) Ψαρ. 3) Ἡ σχέσις τῆς συγγενείας, ἡ συγγένεια Ζάκ. Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Μῆλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ. Σίφν. Σκόπ.-Ν.Πολίτ., Ἐκλογ., 94, 132: Μὲ τὸν Κώστα δὲν ἔχω γενιˬὰ Καλάβρυτ. Τὶ γινιˬὰ ἐ’ οὑ πατέρας τ’ μὶ τ’ μάννα μ’; Σκόπ. Χάθ’’ ἡ γινιˬά μας Λέσβ. Ἔχουμε γεν-νιˬὰν Μεγίστ. || Φρ. Ἀφέντης μου κιˬ ἀφέντης του ἄκρα γενιˬὰ (ἐπὶ μακρινῆς συγγενείας) Ἀμοργ. || Γνωμ. Ψόφ’σι τοὺ βόδ’ μας, πάει ἡ γινιˬά μας (ἐπὶ ἐκείνων οἵτινες διακόπτουν ἢ χαλαρώνουν τὰς μεταξύ των σχέσεις ἕνεκα θανάτου τοῦ συνδέοντος αὐτούς προσώπου, τοῦ θανάτου ἑνὸς τῶν συζύγων μετὰ τοῦ ὁποίου εἶχον συγγένειαν) Αὐδήμ. || ᾎσμ. Καλῶς ἦρθ’ ἡ ξαδέρφη μου, μὰ ’γὼ δὲ σὲ γνωρίζω· καὶ ποῦθεν εἶν’ ὁ τόπος σου καὶ ποῦθεν ἡ γενιˬά μας; Ν.Πολίτ ἔνθ’ ἀν., 94. Συνών. δικολογιˬά, δικοσύνη, συγγένεια. β) Ἡ συναναστροφὴ, ἡ φιλικὴ σχέσις Πελοπν. (Δημητσάν.): Τώρα ποὺ μᾶς ἐχρειάσθης, μᾶς κάνεις γενιˬά. 4) Ὁ συγγενὴς πολλαχ. καὶ Τσακων. (Πραστ): Εἴμαστε μὲ τὸ Δημήτρη γενιˬὰ Ἄνδρ. Εἴμαστε γενέα Μέγαρ. Γεν-νεὰ μέτ-τε (εἴμεθα συγγενεῖς) Σύμ. Κουντ’νὴ-μακρ’νὴ γενιˬὰ Θρᾴκ. (Πύργ.) Οἱ γινιˬές μας (οἱ συγγενεῖς μας) Σάμ. Ἔμε γεία μὲ τὸ Νικόλα (εἴμεθα συγγενεῖς) Πραστ. Τί κάν-νεις γεν-νιˬὰ; (προσφώνησις πρὸς συγγενῆ) Ρόδ. Τί χαμπάριˬα γινιˬά; Λέσβ. Σ’bάθ’σι μι, γινιˬὰ (συγχώρησέ με, συγγενῆ μου) αὐτόθ. Ἔρθαν οἱ γενιˬές μου νὰ μὲ ἰδοῦν Ἤπ. Ἔν’ γινιˬά, δὲ bαίρνουdι (εἶναι συγγενεῖς, δὲν δύνανται νὰ ὑπανδρευθοῦν μεταξύ των) Στερελλ. (Ὑπάτ.) Δὲ γίιτι ἡ γάμους, γιˬατὶ εἶι γινιˬὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Εἴμαστι γινιˬὰ μὶ τοὺν Γιά’, ἡ πατέρας τ’ κ’ ἡ μάννα μ’ πρῶτα ἀξαδέρφιˬα Σκόπ. Ὅποιος ἔ᾽ gιˬουρέδ’κο ’νάρ’ παίρ’ τὰ κορίτσιˬα ποὺ--εἶναι γενιˬὲς τ’ καὶ τὰ παγαί’ ’ς τὸ χωράφ’ νὰ βγάν’νε σκ’λλιˬὰ (gιˬουρέδ’κο= εὔρωστον, σκ’λλιˬὰ=σκουλλιά, δέματα λίνου) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Σάντιλα ἐποῖκες μ’ ἀέκα, ἄλλου ’ς σὰ ’μέτερα νὰ μὴ ἔρκεσαι· ἄλλου γενέα ’κ’ εἴμεστε (ὅπως μοῦ ἔκαμες ἔτσι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, νὰ μὴν ἔλθῃς πλέον εἰς τὸ σπίτι μας· δὲν εἴμεθα πλέον συγγενεῖς) Πόντ. (Οἰν.) || Φρ. Εἶναι μὲ τὸ βασιλιˬὰ γενιˬὰ (ἐπὶ τοῦ διαθέτοντος δύναμιν καὶ ἐπιβολήν, ἐπὶ ἰσχυροῦ, εὐτυχοῦς). Εἶναι μὲ τὸν κατῆ γενιˬὰ (συνών. τῆ προηγουμένῃ) πολλαχ. || Παροιμ. Πάου νὰ ρουτήσ’ τὴ γινιˬά μ’ κὶ χάνου τ’ bρουξινε͜ιά μ’ (ἐπὶ τοῦ ἀποτυγχάνοντος, ὅταν βασισθῇ εἰς γνώμην ἄλλου) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Τὸ δένdρο μὲ τὰ κλωνιˬά του κιˬ ὁ ἄθ-θρωπος μὲ τὴ γεν-νιˬά του (τοῦ μὲν δένδρου κόσμος εἶναι οἱ κλῶνοι, τοῦ δὲ ἀνθρώπου οἱ στενοὶ συγγενεῖς του) Κάρπ. Ὁ λύκος τὴ γενιˬά του κυνηγάει (ὁ κακὸς τοὺς συγγενεῖς του πρώτους κακοποιεῖ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ὁ βουρκόλακας ἀπ’ τὴ γενιˬά του τρώει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἰ.Βενιζέλ., Παροιμ.2 , 179, 38. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. || Γνωμ. Ἡ σ’μπέθιρους δὲν εἶι γινιˬά, μὰ κὶ τ’ ἀβγὸ δὲν εἶι προυσφάι (ὁ ἐξ ἀγχιστείας συγγενὴς δὲν εἶναι εἰς ἴσην μοῖραν μὲ τὸν ἐξ αἵματος, ὅπως δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ προσφάγιον τὸ ἀβγὸν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾌσμ. Ἐσύ ’σαι τὸ τσυδώνι τσ’ ἐγὼ ἡ τσυδωνιˬά, δὲν κάνει νὰ παρθοῦμε, γιˬατ’ εἴμαστε γενιˬὰ Σκῦρ. Ἂν τὸρ ρωτήσ’ ἡ γειτονιˬά, | ἂς πῇ πὼς εἴμαστε γενιˬὰ Κύπρ. 5) Τὸ σύνολον ἀνθρώπων τῆς αὐτῆς περίπου ἡλικίας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἢ ἔδρασαν κατὰ τὴν αὐτὴν χρονικὴν περίοδον καὶ τοὺς ὁποίους διαδέχονται ἄλλοι ἐξ αὐτῶν γεγονότες καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς λόγ. σύνηθ.: Ἡ νέα γενιˬά. Ἡ γενιˬά μας εἶδε δύο πολέμους. Ἡ γενιˬὰ τοῦ εἰκοσιένα. Ἡ γενιˬὰ τοῦ σαράντα. Ἡ γενιˬὰ τοῦ μεσοπόλεμου (ἡ γενιˬὰ ἡ μεταξὺ τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων) || Ποίημ. Σκέλεθρο χαλασμένο ἄμετρες εἶδες γενιˬὲς νὰ λάμψουν, νὰ γεράσουν Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργα 2, 245. 6) Χρονικὴ περίοδος ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν ζωὴν μιᾶς γενεᾶς, τὸ τρίτον περίπου τοῦ αἰῶνος κοιν. Φρ. Τὸν πέρασε γενεὲς δεκατέσσερες (ἐπὶ τοῦ δεινῶς κατονειδίσαντός τινα, συνήθως αὐτὸν τὸν ἴδιον καὶ τοὺς προγόνους του) κοιν. Ἡ φρ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ρήσεως Κ.Δ (Ματθ. 1, 17) «πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἔως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες». Ἔγιναν γενιˬὲς δεκατέσσερες (ἐπὶ τῶν ἐλθόντων εἰς ἔχθραν). Γενεὲς γενεῶν (ἐπὶ παμπαλαίων πραγμάτων ἢ ἐπὶ πλήθους ἢ ἐπὶ δεινῶν ὕβρεων) πολλαχ. πβ. Κ.Δ. (Λουκ. 1, 50) «καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεὰς καὶ γενεὰς τοῖς φοβουμένοις αὐτὸν» καὶ Π.Δ. (Ἔξοδ. 17, 16) «ἀπὸ γενεῶν εἰς γενεὰς» καὶ Π.Δ. (Ψαλμ. 105 (106) 31) «εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἕως τοῦ αἰῶνος». Παίρνει ’ποὺ ἑφτὰ γεν-νιˬὲς (ἔχει βαθείας τὰς ρίζας τῆς κληρονομικότητος) Ρόδ. Πβ. Π.Δ. (Ἐπιστ.Ἱερ. 2) «χρόνον μακρόν, ἕως γενεῶν ἑπτά». Γενιˬὲς δεκατέσσερες, φαμίλιες δεκαπέντε (ἐπὶ ἀπωτάτης συγγενείας) Κεφαλλ. Ἑφτὰ ’ενιˬὲς βαστᾷ ἡ ἁμαρτία (ἐπὶ μακρᾶς διαρκείας) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ καλὸν τσαὶ τὸ κακὸν ’ς τὶς ἑφτὰ γεν-νιˬὲς σπᾷ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεγίστ. Θυμᾶται γενεὲς δεκατέσσερες (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἰσχυρὰν μνήμην) Ἴος Σίκιν. Ἑφτὰ ’ενιˬὲς ξέρει καὶ θυμᾶται (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γενεὲς δεκατέσσερες (ἐπὶ τοῦ βεβαίου, τοῦ μὴ ἐπιδεχομένου ἀναβολὴν) Κρήτ. (Σφακ.) 7)Εἶδος, ποιότης, κατηγορία Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Τραπ. Σάντ. Χαλδ.) Χίος (Καρδάμ.): Δύο γενέας ἀπίδιˬα ἔγκα (δύο εἴδη ἀπιδιῶν ἔφερα) Χαλδ. Δέκα ’ενέας φαγείας (δέκα εἰδῶν φαγητὰ) αὐτόθ. Ἀς ὅλα τὰ ’ενέας ἔσαν ’ς σὸ τραπέζ’ (ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη ἦσαν εἰς τὴν τράπεζαν) Ἴμερ. Δύο γενέας φαγεῖν (δύο εἴδη φαγητοῦ) Τραπ. Τὸ παννὶν ἀβοῦτο ἀτόσον ἔπλυνα καὶ δύο γενέας ’κ’ ἐγέντον Κερασ. Ἡ γνώμ’ ἀτ’ δύο γενέας ’κ’ ἐγέντον αὐτόθ. Ἀδελφοσύνας γενέαν ἀγαπῶ σε (σὲ ἀγαπῶ ὡς ἀδελφὸν ἢ ἀδελφὴν) Σάντ. Τὰ δεντρὰ εἶν’ ἕναν κενέαν (τὰ δέντρα εἶναι τοῦ αὐτοῦ ὕψους) Χαλδ. || ᾌσμ. Κορ’τσόπον δωδεκάχρονον, ἐγὼ δεκαεννέα τὰ πόια μου ἐξάμωσαν, ἔρθαν ἕναν κενέαν (ἔρθαν ἕναν κενέαν=εὑρέθημεν ἴσοι τὸ ἀνάστημα) Ἴμερ. Ἀκόμαν ἄσπρα ’κ’ ἐλέρωσες, κόκκινα ’κ’ ἀπεχλόισες καὶ τῆ τουρουντσῆ τὴν πογιˬὰν δύ’ ’ενέας ’κ’ ἐποῖκες (ἀπεχλόισες=ἔκαμες νὰ χάσουν τὸ χρῶμα, πογιˬὰ=βαφή, μπογιˬὰ, τουρουντσὴ=πορτοκαλιὰ) Ἴμερ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ Πλάτ., Φίληβ. 66 Β «τὸ σύμμετρον καὶ καλὸν καὶ τὸ τέλειον καὶ ἱκανὸν καὶ πάνθ’ ὁπόσα τῆς γενεᾶς αὖ ταύτης ἐστὶν» Ψευδοδωρόθ., 342 (Λαογρ. 6 (1917), 355) «ἔκαμεν ἕναν πλάτανον μεγάλον ὁλόχρυσον καὶ ἔκαμε καὶ πᾶσα γενεᾶς πουλλὶ καὶ ἔβαλέν τα ἀπάνω» καὶ Ἰατροσόφ. 16ου αἰ. (Ἀθηνᾶ 43 (1931), 162) «νὰ γένῃ νὰ γράφῃς οἵας γενεᾶς γράμματα θέλεις».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/