γενιτσαράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενιτσαράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γενιτσαράκι τό, Βιθυν. (Κατιρλ.) γεν-νιτσαράκι Ρόδ. γεγιτζεράκι Καππ. (Σινασσ.) γιαν-νιτσαράκι Κῶς (Πυλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενίτσαρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Ὁ μικρὸς γενίτσαρος ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ἕνα μικρὸ Τουρκόπουλο, ἕνα γενιτσαράκι Κατιρλ. Ἕνα γεν-νιτσαράκι, μιˬᾶς μάγισσας παιδὶ γεν-νήσκιˬα ροῦχα βάλ-λdει καὶ γγαστρών-νεται Ρόδ. ’Φάνη καὶ εἷς γεγίτζαρος, μικρὸ γεγιτζεράκι Σινασσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/