γενναῖα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενναῖα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γενναῖα ἐπίρρ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γενναῖος.
Σημασιολογία
1)Κατὰ τρόπον γενναῖον, ἀνδρείως κοιν.: Πολέμησε γενναῖα. Συνών. παλληκαρήσιˬα. 2) Γενναιοδώρως, κατὰ τρόπον μεγαλύτερον τοῦ συνήθους σύνηθ.: Πληρώθηκε γενναῖα. Τὴν προίκισε γενναῖα τὴν κόρη του, σύνηθ. β) Καθ’ ὑπερβολὴν σύνηθ.: Ἔφαγε γενναῖα. Ἔκατσε χάμου καὶ τὴ dύλωσε γενναῖα (ἐνν. τήν κοιλιˬάν του, ἔφαγε κατὰ κόρον) Πελοπν. (Γαργαλ.) Βρέχει, καὶ βρέχει γενναῖα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἤφαα γενναῖα αὐτόθ. || Φρ. Τὶς ἔφαγε γενναῖα (ἐδάρη ἀνηλεῶς) σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA