γεννοβολῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννοβολῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεννοβολῶ κοιν. γεν-νοβολῶ Κῶς γεννοβολοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.), ’εννοβοῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεννοβολάω σύνηθ. γεννοβολάου Πελοπν. (Δίβρ. Τριφυλ.) γεν-νοβολάου Εὔβ. (Κουρ.) γιννουβουλάου κοιν. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -βολῶ.

Σημασιολογία

1)Γεννῶ κατὰ συχνὰ χρονικὰ διαστήματα κοιν. Τὰ κουνέλιˬα γεννοβολοῦν κοιν. Ἡ ’ναῖκα τ’ γιννουβουλάει σὰν κ’νέλα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Φτωχοὶ εἶναι, μὰ πο͜ιὸς τῶν εἶπε νὰ ’εννοβοοῦν ἐτσά; Κάθα χρόνο gάνουν g’ ἕνα bαιδὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γεννοβόλαγε τόσο gαιρό, τώρα γέννησε κιˬ ἀπογέννησε (ἐγέννα συχνὰ κατὰ τὴν νεότητά της, ἐγέννησε τώρα διὰ τελευταίαν φοράν, ἀποκλειομένου νεωτέρου τοκετοῦ, ἕνεκα τῆς μεγάλης ἡλικίας της) Πελοπν. (Μάν.) Γιννουβό’σαν τὰ πιδιˬά μ’, ἠέδουσιν ἡ Θεὸς (ηὐδόκησεν ὁ Θεὸς νὰ ἴδω ἐγγόνους) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἡ γαάρα μας γεν-νοβολᾷ ταὶ πάει (εἶναι πολυτόκος) Κῶς. Σὰ gατσούλα γεννοβολᾷ Ἴος. Γιννουβουλάει τοὺ ψάρ’ Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Πολλὲς γίδες γιννουβουλοῦν ’ποὺ δυˬὸ φουρὲς τοὺ χρόνου Μακεδ. (Σισάν.) Ἡ μάννα μας μόνο παλληκάριˬα, μόν’ ἀγόριˬα γεννοβόλησε Π.Παπαχριστ., Θρακ. ἠθογρ., 1,5. Οἱ Ἕλληνες ἀβγατίζουν, γεννοβολοῦν, πληθαίνουν Ἰ.Δραγούμ., Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην., 121. ‖ Φρ. Νὰ ζήσ’ι κὶ νὰ γιννουβουλήσ’ι (εὐχὴ εἰς νεονύμφους) Στερελλ. (Εὐρυταν.) || Παροιμ. Ἡ μάννα ποὺ γεννοβολᾷ, καταπονᾷ τὸ Χάρο (Διὰ τῶν νέων γεννήσεων καλύπτονται οἱ θάνατοι, ἡ ἀφθονία ἑνὸς πράγματος καλύπτει τὰς ἀπωλείας του) Ἀθῆν. Πελοπν. (Μεσσ.) || Ποιήμ. Κιˬ ὁ ᾍδης ὁ ἀμίλητος ζηλεύει ποὺ τὴ βλέπει καὶ μεσ’ ’ς τὰ μαῦρα Τάρταρα γοργὰ γεννοβολάει κιˬ ἀπὸ τὰ Τάρταρα γοργὰ ’ς τὸν κόσμο ξεπετε͜ιέται Κ.Παλαμ., Ὕμν. ’Αθην.2, 11. Ἄνοιξ’ ἡ τύχη σου, βοσκέ, τόσα φλουριˬὰ σὲ φθάνουν καλύτερα ἀπ’ τὶς κοῦρκες σου γεννοβολοῦν κιˬ αὐξάνουν (κοῦρκες=ἰνδικαὶ ὄρνιθες) Ἰ.Νερουλ., Κούρκ. ἁρπάγ., 13. Συνών. γεννολογῶ, συχνογεννῶ. β)᾿Επὶ ζῴων, γεννῶ ὑπὸ τὴν ἔννοιαν πλείονα τοῦ ἑνὸς ἢ τὸ ἓν κατόπιν τοῦ ἄλλου, ἰδίως ὅταν πρόκειται περὶ ποιμνίων Κρήτ. Πελοπν. (Τριφυλ.)-Κ.Μπαστ., Ἁλιευτ., 20: ᾿Εγεννοβόλησε πάλι ἡ σκύλλα Κρήτ. Μπρὸς πίσω τὰ Χριστούγεννα οἱ προβατῖνες γεννοβολοῦνε πολλὲς φορὲς τὶς νύχτες ἀβοήθητες Τριφυλ. Πρώιμα γεννοβολοῦνε φέτος τὰ πράματα, βαρυχειμωνιˬὰ θά ’χουμε, νὰ dὸ θυμηθῇς αὐτόθ. Τὰ ζῶα γεννοβολοῦνε, τοῦτα τὰ ἴδιˬα φροντίζουν γιˬὰ τὴ θροφὴ τοῦ μωροῦ Κ.Μπαστ., ἔνθ’ ἀν. 2)Παράγω, δημιουργῶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)-Δ.Σολωμ., 260. Ἰ.Δραγούμ., Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην., 156. Ἰ.Πολέμ., Παλαιὸ βιολ.3,54. Π.Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ., 168. Ἀ.Πουλιαν., Θλαμμ. νησ., 94-Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ.: Νομίζεις ὅτι γεννοβολᾷ ἡ τσέπη μου λεφτά; Κίτ. Μάν. Ὁ ἀγῶνας ἀκονίζει τὸ μυˬαλό μου καὶ γεννοβολᾷ σκέψεις καὶ ὁράματα Ἰ.Δραγούμ., ἔνθ’ ἀν. Ἡ φύση γεννοβολᾷ κάθε λογῆς ἀναρίθμητες ἀλλαξιˬὲς Π.Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Ἕνα πόνο σιγανὸ ποὺ τρέφει καὶ γεννοβολᾷ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ λυτρωμοῦ Ἀ.Πουλιαν., ἔνθ’ ἀν. Κάθε σπόρος γεννοβολάει πολλὰ βλαστάριˬα Λεξ. Δημητρ. || Ποιήμ. Γέλιˬο ’ς τὸ σκόρπιˬο στράτεμα τ’ ἐχθροῦ γεννοβολε͜ιέται Δ.Σολωμ., ἔνθ’ ἀν. Μὲ τὸ γλυκὸ τὸ φίλημά της | γεννοβολοῦσε ’ς τὴν καρδιˬά του χίλια τραγούδιˬα ’ς τ’ ὄνομά της Ι.Πολέμ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/