γεννούλιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννούλιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεννούλιν ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) γεννούλ’ Πόντ. (Αμισ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούλιν, περὶ ἧς ἰδ. Ἀ.Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 176.
Σημασιολογία
Τὸ ἄρτι γεννῆσαν ζῷον ἢ τὸ μέλλον συντόμως νὰ γεννήσῃ ἔνθ’ ἀν.: Γεννούλιν χτῆνον (ἡ ἄρτι γεννήσασα ἀγελὰς) Κερασ. Γεννούλ πρόβατα (τὰ μέλλοντα νὰ γεννήσουν) Χαλδ. ἀντίθ. στεῖρο, δι᾽ ὃ ἰδ. στεῖρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA