γερανίζω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερανίζω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γερανίζω (Ι) Ζάκ. Κερ. Ρόδ. γερανίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ.) Στερελλ. (Δεσφ.) γερανίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) ἀγερανίζω Νάξ. (Τραγ. ) ἀερανίζω Νάξ. (Γαλανᾶδ. Γλυνᾶδ. Φιλότ. Χαλκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράνι (Ι).
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) ᾽Αντλῶ ὕδωρ ἐκ φρέατος μὲ τὴν βοήθειαν τῆς συσκευῆς τοῦ «γερανίου» Νάξ. (Γαλανᾶδ. Γλυνᾶδ. Φιλότ. Χαλκ.) Ρόδ.: ’Εμεῖς δὲν ἔχομε πηάδιˬα. Μ᾽ ἀεράνιˬα, ἀερανίζομε σὲ μικροπήγαδα Γλυνᾶδ. Ἄσ’ τὸ dὸ φουκαρᾶ κι ἀερανίζει ἀπ’ τὸ πρωὶ Γαλανᾶδ. ᾿Εχτὲς ἀεράνιζα ὅλη μέρα. Χάλκ. 2) Δίδω πλαγίαν κλίσιν εἰς ἀγγεῖον ἢ ἄλλο ἀντικείμενον Εὔβ. (Αὔλωνάρ. Βρύσ. κ.ἀ.): Γερανίζου τὴ στάμνα - τὸ κανάτι - τὸ ξύλο) Αὐλων. Γεράνισ’ τὴν πόρτα λιγάι Βρύσ. Συνών. γέρνω. Β) ᾽Αμτβ. 1) Λαμβάνω θέσιν πλαγίαν, κλίνω, κάμνω κλίσιν Εὔβ. (Αὐλων.): Γεράνιτσε ἡ στάμνα τσαὶ ’χύθη τὸ νερό. β) Γέρνω, λυγίζω, στραβώνω Εὔβ. (Βρύσ.) Στερελλ. (Δεσφ.): Γερανίκανε οἱ ἐλιˬὲς ’πὸ τὸ βιˬὸς ποὺ ἔχουνε Βρύσ. Γερά’σι τὸ γενὶ (ἐστράβωσε τὸ ὑνίον) Δεσφ. 2) ’Επὶ πτηνῶν, κάμνω πλαγίας κινήσεις ἰσορροπίας εἰς μικρὸν σχετικῶς ὕψος Εὔβ, (Κουρ.) Ζάκ. (Κερ.): Τὸ βλέπεις κιˬ οὕλο γερανίζει τὸ πουλλί, κ’ ὕστερα τ’ ἀψήλου Κερ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA