γερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γερνῶ γερῶ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κρήτ. Πόντ. (Ἴμερ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος (Πυργ.) γηρῶ Νίσυρ. Σύμ. Τῆλ. γεροῦρ ἔνι Τσακων. γιρῶ Λῆμν. γεράω Ζάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) γιράου Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γερνῶ σύνηθ. γερνοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σκῦρ. γιρνῶ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Θεσσ. (Κρυόβρ.) Κυδων. Μακεδ. (Γαλατ. Δρυμ. Πεντάπολ. Χαλάστρ. Χαλκιδ.) Σάμ. γιρνοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ερνῶ Κάλυμν. Κάρπ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κωμιακ. Κορων.) Σύμ. γέρω Πόντ. (᾿Ινέπ.) γερνάω πολλαχ. γερνάου Πελοπν. (Λεντεκ. Σουδεν.) γιρνάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γεράζω πολλαχ. γεράζου Εὔβ. (Βρύσ.) Καππ. (Σίλ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) γεράζ-ζου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) gεράτζω Ἀπουλ. γιράζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾿ιράζου Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ.) γεράζω ’μα Τσακων. (Χαβουτσ.) Ἀόρ. γέρακα Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ. Κύμ.) Μέγαρ. ἐγέρακα Τσακων. (Χαβουτσ.) Μετοχ. γεράζοντας Ἤπ. (Πάργ.) γερασμένος συνηθ. γιρασμένους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γερασμενο Καππ. (Ἀραβάν.) ’εράμενος Κάρπ. γερακοὺ Τσακων. (Πραστ. Χάβουτσ.) γερατὲ Τσακων. (Χαβουτσ.) gεράσοdα Ἀπουλ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γερῶ, ὃ πιθανώτατα ἐκ τοῦ γηρῶ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ γέρων - γέρος. Βλ. Περὶ γέροντ. στ. 197 (ἔκδ. G. Wagner, σ. 111): «ὅτι ὅσον γερνοῦν οἱ γέροντες, ὅσον καιρὸς διαβαίνει | τόσον ἐκ τὸ κεφάλιν τους ὁ μυαλὸς φυραίνει». Πβ. καὶ Ἐρωτόκρ. Δ 1896 (ἔκδ. Σ.Ξανθουδ.): «χάνει ὀμορφιὰ καὶ μυρωδιˬά, κάλλη καὶ δροσερότη, | γερᾷ ζιμιˬὸ καὶ ψυγεται καὶ μπλιˬὸ δὲν ἔχει νιˬότη» (τὸ ἄνθος). Ὁ τύπ. γηρῶ ἐσχηματίσθη κατὰ τὰ εἰς -ῶ συνηρημένα ἐκ τοῦ θέμ. γηρ- τοῦ ἀορ. ἐγήρασα τοῦ ἀρχ. γηράσκω. Οἱ τύπ. γερνῶ καὶ γεράζω κατὰ μετασχηματισμὸν ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. ἐγέρασα κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς -νῶ καὶ -άζω της Νέας Ἑλληνικῆς. Πβ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 275. 292.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Εἶμαι, γίνομαι γέρων, γηράσκω κοιν. καὶ Καλαβ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ.) Πόντ. (Ἴμερ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Γέρασα πιˬά. Τώρα γεράσαμε κοιν. Μέρες δὲ bερνοῦσι ἀπὸ τὸ Μιχάλη, δὲ γερνᾷ καθόλου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γέρακα, ὁ τσίτρινος, τσαὶ δὲ μποράου πλέο νὰ δουλέψω Μέγαρ. Τώρα ἐμεῖς γεράκαμε! Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ. Κύμ.) Καψοτσερά, ἠγέρασες Παρ. (Λεῦκ.) Ὁδόμου γερνᾷ ἄνθρωπο (ὁδόμου = ὅταν) Κορσ. Ἅμα γεράσ’ ὁ ἄνθρωπος, ἕνα σπίτ’ λίρα νὰ σὄχουνε, δὲν εἶναι τίποτα Ἀντίπαρ. Ἕνα γερασμένη ’ναῖκα (μία γηρασμένη, γριˬὰ γυναῖκα) Σίλ. Τιˬὰζ ἄρτουπους ρὲ γεράζει (αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν γερνάει) αὐτόθ. Καθὼς ἀγροί’σα, ἔτσ’ τοὺν θ’μῶμι, δὲ γιράζ’, τοὺ σ’λλὶ Εὔβ. (Ἄκρ.) Πάου ’ς τὰ κομμάτιˬα, γέρασα, δὲν ἔχου ντὶπ θυμητ’κὸ Εὔβ. (Ψαχν.) Αὐτὸς οὑ καλότ’χους δὲ βά’ κασαβέτ’ μέσα τ’ κὶ δὲ γιράζ’ (κασαβέτι = στενοχωρία, λύπη) Ἤπ. (Κουκούλ.) Τὰ μικρὰ τοῦ γλάρου, τὰ γλαρόνιˬα, εἶναι πιὸ σκοῦρα ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ ὕστερα γεράζοντας γίνονται πιˬὸ μαῦρα Ἤπ. (Πάργ.) Παράκιρα γηράζου Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ἄ’ γιράζ’ν κὶ δὲν μπουροῦν ν’ ἀλλάξ’ν Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Μὰ ᾿πού ’dα σὲ πῆρα, ἤσου λωλός, καὶ γέρασες, μὰ τὸ λαλεῖς καὶ πηαίνεις Κρήτ. Ὅσο γερᾷ ὁ κακομοίρης, τόσο καὶ παραουλιˬάζει (γίνεται μωρὸς) Κρήτ. (Νεάπ.) Γερασμένος θωρεῖς Κρὴτ. (Χαν.) Πάει οὑ Θύμιους, δίπλουσι, δὲ μπουρεῖ ἄλλου, γέρασι Μακεδ. (Δεσκάτ.) Ἐέρασα gιˬ ἑτοῦτοι καὶ κάνου τζὶ νιˬοὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐγέρασα ᾽γώ, εἶμαι γριγιˬὰ καὶ δὲ ματαφελάω Ὀθων. Ὅσο πάει ἡ καλή μου καὶ γεράζει (ἡ καλή μου = ἡ μάμμη μου) αὐτόθ. Ἄκου καὶ μένανε πού ’μουνα νιˬὰ καὶ γέρασα Πελοπν. (Παιδεμ.) Ἐγέρασα πιˬὸ gιˬ ’ὲν ἔχω γόdιˬα καὶ μαμ-μουλῶ τὸ ψωμὶ (ἐγέρασα πλέον καὶ δὲν ἔχω δόντιˬα καὶ μασουλῶ τὸ ψωμὶ) Σύμ. Ὁ Νικολῆς εἰεγ κοπά’ιμ πρόατα τσαὶ κατσίτσες, μὰ ἅμα ἐγέρασεν κομ-μάτιν τὸ παράτησεν εἰς τὰ παιδγιˬά του Χίος (Πισπιλ.) Ἀντὶ νὰ γηράσου, ξιτρυφιριˬαίνου (ἀντὶ νὰ γίνω γέρος, γίνομαι περισσότερον τρυφερός, νέος) Στερελλ. (Περίστ.) Ὁ ἄνθρωπο γεράζ’ γλήγορα Χαβουτσ. ᾿Εζοὺ ἔδαρι ἐγεράκα, τσ’ ἔτ’ ἁντέχουμενοι; (ἐγὼ τώρα ἐγέρασα, τί περιμένετε;) Τσακων. Ἐκιˬού, καψο-Μιχάλη, ἔσι γερακού! (Ἐσύ, καψο-Μιχάλη, εἶσαι γερασμένος!) αὐτόθ. Τότε ’ ἐγείρ’τσε ἀπὸ τὰν Ἀμεζιτσή, ἔκι πλέα γερατὲ ὁ τσεῖε σι (ἀφ’ ὅτου ἐπέστρεψεν ἐξ ’Αμερικἧς, ἦτο πλέον γερασμένος ὁ θεῖος του) αὐτόθ. Γέρασιν τοὺ βαρβάτου μας ἄλουγου Μακεδ. (Γαλατ.) Ἐγέρασε τὸ σπαρτὸ (ὑπερωρίμασαν τὰ σιτηρὰ καὶ γέρνουν πρὸς τὰ κάτω) Κρητ. (Νεάπ.) Τὴ bρωτομαρτιˬὰ ρίχνουμε τὴν ἁσπερδουκλόρριζα ἀπάνω ’ς τὰ σπίτια ἢ ’ς τὰ δέdρα γιˬὰ νὰ μένουνε γερὰ καὶ νὰ μὴ γεράζουνε Κέρκ. (Σιν.) || Φρ. Νὰ ζήσετε, νὰ γεράσετε (εὐχὴ πρὸς νεονύμφους) κοιν. Νὰ ζήσ’ τ’ ἀdρόγυνου, ν᾿ ἀσπρίσ’, νὰ γιράσ’ (ὁμοία τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Νὰ μᾶς ζήσ’ν, νὰ καρπίσ’ν, νὰ γιράσ’ν (ὁμοία τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Χαλάστρ.) Νὰ ’εράσετε καὶ μὲ κληρονόμοι! (εὐχὴ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ ζήσῃς, ν’ ἁσπρίσῃς, νὰ γεράσῃς (εὐχὴ) Ἤπ. (Κοκκιν.) Νά ’σαι καλομοῖρα, νὰ ’εράσῃς καὶ νὰ ’ενῇς γρά-γρὰ (εὐχὴ) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Νὰ μήγ-γεράσῃς (ἀρὰ) αὐτόθ. Νὰ μὴ σώσῃς νὰ γεράσῃς (ἀρὰ) Κρὴτ. || Παροιμ. φρ. Ἤμουν μικρὸς καὶ γέρασα (ἐπὶ μακρᾶς ἀναμονὴς πρὸς ἐκπλήρωσιν δοθείσης ὑποσχέσεως) σύνηθ. Ἐγέρασα, μὰ δὲν ἐγέλασα (ἐπὶ πολυβασανισμένου ἀνθρώπου) Κρήτ. (Μόδ.) Δὲν τό ’χω πὼς γεράζω, μόν τό ’χω πὼς βασανίζουμαι Ἤπ. (Πάργ.) || Παροιμ. Ἄμα γεράσῃ τὸ δεντρί, ξεράδιˬα δὲν τοῦ λείπουν (ἐπὶ τῶν συχνῶν ἀσθενειῶν, αἱ ὁποῖαι συνοδεύουν τὸ γῆρας) πολλαχ. Προσώρας ἐπαντρεύτηκα καὶ γέρασα μὲ δαύτην (ἐπὶ τῶν προμηθευομένων τι ὑπὸ τύπον προσωρινότητος, ἥτις ὅμως μεταβάλλεται εἰς μόνιμον κατάστασιν) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ὁ Θεὸς κιˬ ἄνε γεράσῃ, δέκ’ ἁγιˬοὺς καταπονᾷ τσι (ὁ ἰσχυρὸς καὶ ἔχων ἀξίαν καὶ γέρων ἀκόμη ἤ καὶ εἰς δυσκόλους περιστάσεις δὲν ἀποβάλλει τὴν ἰσχύν του) Κρήτ. Τὸ βουβάλι κιˬ ἄ’ γεράσῃ, γιˬὰ τὸ κάλλιˬο βόδι κάνει (συνώνυμος τῇ προ-ηγουμένῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τ’ ἀφεντικὰ σφαχτὰ δὲ γερνᾶνε καὶ δὲν ψοφᾶνε (τὰ πράγματα τῶν ἰσχυρῶν δὲν ὑπόκεινται εἰς φθορὰν ἐκ μέρους άλλων) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δάρ.) Ὁ διˬάβολος ὅταν γεράσῃ, γίνεται καλόγερος (ἐπὶ ἀκολάστων ἤ κακῶν, οἵτινες δεικνύουν εὐλάβειαν ἤ καλωσύνην κατὰ τὸ γῆρας) Πελοπν. (Σκορτσ.) Ὁ λύκος κιˬ ἂν ἐγήρασε κ’ ἔλλαξεν τὸ μαλ-λίν του, μηὲ τὴν γνώμην τ᾿ ἔλ-λαξεν μηὲ τὴ gεφαλήν του (ἐπὶ τῶν φαύλων καὶ κακῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν μεταβάλλονται καὶ ὅταν ἀκόμη γηράσουν) Τῆλ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Ὁ κάτ-ης κιˬ ἂν ἐγέρασε, νdὰ νύα πού ’σεν, ἔει τα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κῶς (Πυλ.) Ἔζησε καὶ γέρασε καὶ γνώση δὲν ἔμαθε (ἐπὶ ἀδιορθώτων) Πελοπν. (Παιδεμ.) Ἤταν ἡ λύκους κ᾿τάβ’ κὶ γέρασι (ἐπὶ διαρκῶς ἀναβαλλόντων νὰ πράξουν τι) Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμ.) Σὰ ’εράσ’ ὁ λύκος, τόνε σουλατσάρου dὰ τσακάλιˬα (ὁ ἰσχυρὸς γηράσκων γίνεται ἕρμαιον τῶν ὑποδεεστέρων του) Πάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἅμα γηράσ’ οὑ λύκους, τοὺν παίρνουν οἱ σκύλλ’ κατὰ πόδ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ (Πεντάπολ.) Ὅπο͜ιους τρέ’, γιρᾷ (ἡ παράλογος σπουδῇ καταβάλλει τὸν ἄνθρωπον) Λῆμν. Τοῦ σ’λλὶ οἱ στράτες τοὺ ’ράζουν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Βόιον). Τόσον γηρῶ, τόσον θωρῶ (ἡ πεῖρα ἀποκτάται μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου) Σύμ. Δὲν τό ’χου ποὺ ᾽ράζου, μὸν τό ’χου ποὺ μαθαίνου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Καταφύγ.) Ὅσου ᾽ράζου, τόσου μαθαίνου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ὥσπου πᾶμεν τσαὶ γερνοῦμεν, ἄλλα πράματα θωροῦμεν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. (Λευκωσ.) Πβ. την ἀρχ. γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος καὶ Ν.Πολίτ., Παροιμ 3, 563-574. || Γνωμ. Σὰδ-δὲ χτίσῃς σπίτι, ’ὲμ παντρέψῃς παιδὶ καὶ δὲ φυτέψῃς ἀμπέλι, ’ὲγ-γερνᾷς (διότι εἰς τάς περιπτώσεις αὐτὰς καταβάλλεται πολὺς κόπος) Κῶς (Πυλ.) Ὅπο͜ια θέλει νὰ γεράσῃ, ἀργαστήρι ν’ ἀγοράσῃ (ἀργαστήρι = ἀργαλειόν, διότι ἡ ὑφαντικὴ εἶναι ἐπίπονος) Κρήτ. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ὁ νιˬὸς ἂ’ δὲν ἐθέριζε, g’ ἡ κόρη ἃ’ δὲν ἐγέννα | τὸ βούδ’ ἂ’ δὲν ἐλώνευε, ποτές του δὲν ἐἐρνα (διὰ τὸ ἐπίπονον τῶν ἐργασιῶν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Αἴνιγμ. Ὁ μικρὸς δὲ μεγαλώνει κιˬ ὁ μεγάλος δε γερνᾷ (ὁ βράχος) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) || ᾌσμ. Εὐχαριστῶ σ’, ἀγάπη μου, δοξάζω σένα, Θέ μου, πού ’ν’ ἡ--ἀγάπη μου καλὴ καὶ δὲ γερῶ ποτέ μου Κρήτ. Καλότυχά ’ναι τὰ βουνά, ποὺ δὲν γερνᾶν ποτέ τους τὸ καλοκαίρι πράσινα καὶ τὸ χειμῶνα ἄσπρα Πελοπν. (Λάστ.) Περνοῦν τὰ χρόνιˬα καὶ χολ-λιˬῶ, γιˬατὶ γερνοῦν τὰ κάλ-λη νά ’τον νὰ ξαναγίνουντο δ-δὲ ντό ’χα τόση ζάλ-λη Κῶς (Πυλ.) Τὸ παλληκάρι τὸ καλὸ παράκαιρα γεράζει τὸ τ’ ἀγαπάει τὶς ὄμορφες, ξανθὲς καὶ μαυρομάτες Ἤπ. Νά ’σαν ἐσᾶς ψηλὰ ρα, νεούστουν καὶ ’κὶ γερᾶτε τ’ ἐμὸν ἡ κάρδιˬα τ’ ἄκλερον, γερᾷ καὶ ’κὶ νεοῦται (νεοῦται = ξανανιώνει, γίνεται πάλιν νέα) Πόντ. β) Διαρκῶ πολὺ χρόνον, πολυκαιρίζω Ζάκ. (Κερ.): Ὁ σιρόκος ’ς τὴν ἀρχὴ ἔχει ταπεινοσύνη καὶ ἅμα γεράσῃ φορτσάρει. γ) Ἀλλοιοῦμαι ἐκ τῆς παρελεύσεως τοῦ χρόνου, ἐπὶ ᾠῶν, γάλακτος κλπ. Ἀπουλ. δ) Καθίσταμαι σκληρός, σκληρύνομαι Πελοπν. (Οἴτυλ.): Ἡ μυζήθρα γερνάει. Β) Μετβ. 1) Κάμνω τινὰ νὰ γηράσῃ, καθιστῶ τινα γέροντα κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Τσακων.: Μ’ ἐγέρασαν τὰ βάσανα. Τὸν γέρασε ἡ φτώχε͜ια κοιν. Τοὺν γέρασ’ ἡ φ’λακὴ βόρ. ἰδιωμ. Δικαουχτὼ χρουνῶ κουρίτσ’ γιρνᾷς σὺ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Δὲ μὲ γέρασαν τὰ χρόνιˬα, μὲ γέρασαν τὰ βάσανα Μακεδ. (Καταφύγ.) Τὰ βάσανα γερᾶν τὸν ἄνθρωπο Οἰν. Νὰ μ’ ἐγεράκαϊ οἱ φτώχε͜ιε (μᾶς ἐγέρασαν αἱ στερησεις) Τσακων. Αὐτοὶ οἱ μῆνες ποὺ εἶχε μείνει ’ς τὴ φυλακὴ τὸν εἴχανε γεράσει τοὐλάχιστο δέκα χρόνιˬα Κ.Παρορ., κόκκιν τραγ., 110. || Παροιμ. φρ. Μ’ ἐγέρασες! (ἐπὶ μακροχρονίου ἀναμονῆς) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κόρινθ.) || Παροιμ. Οἱ λύπες κόβουν γόνατα κ’ οἱ λογισμοὶ γεράζουν (ἐπὶ τῶν προώρως γηρασκόντων ἐξ αἰτίας θλίψεων καὶ φροντίδων) πολλαχ. Δὲ μὲ γερνᾶν τὰ χρόνιˬα, μὲ γερνᾶν οἱ ἔννο͜ιες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Ἄργ.) Τὰ χρόνιˬα ’κὶ γεροῦν τὸν ἄνθρωπον, ζὰ πόνιˬα γεροῦν ἀτον (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πόντ. Τὸν τρελλὸ καὶ τὸ χωριˬάτη ξένες ἔννο͜ιες τὸν γεράζουν (ἐπὶ τῶν ἀφρόνων καὶ ἀμαθῶν οἵτινες ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἀλλότρια) Πελοπν. (Μεσσ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. || ᾌσμ. Στάλα καὶ στάλα τὸ νερὸ | τὸ μάρμαρο τρυπᾶ το καὶ σένα ἡ ἀγάπη σου | τὸν ἄνθρωπο γηρᾷ τον Νίσυρ. Λέουν ἡ πίκρα πῶς γερᾷ | τσ’ οἱ λοϊσμοὶ φυροῦνε μά, ’ὼ ποὺ τά ’χω τσαὶ τὰ δυὸ | πῶς δὲ μὲ καταλυˬοῦνε; Χίος (Πυργ.) Περνοῦν τὰ χρόνιˬα καὶ χολιˬῶ, γιˬατὶ μᾶς ἐγηροῦσ-σι κιˬ ἂν δὲν μᾶς ἐγηρούσασ-σι, ’ὲν τό ’χα κι ἂν περνοῦσ-σι Τῆλ. 2) Μεταφ. ψήνω Πελοπν. (Λεῦκτρ.): Γέρασε τὴ μυζήτρα (βάλε λίγη φωτιˬά διὰ νὰ ψηθῇ ἡ μυζήθρα καλύτερα). Μετοχ. ἐπιθ. 1) Ὁ ἐμφανίζων σημεῖα παρακμῆς, ἐξαντλήσεως ἕνεκα τῆς μεγάλης ἡλικίας κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ.) Τσακων.: Γερασμένος ἄνθρωπος - γερασμένο ζῶ - δέντρο. κοιν. Εἶναι κ’ οἱ σοσιαλιστὲς ἕνα ἀπὸ τὰ φαινόμενα τοῦ σύγχρονου καὶ κάθε γερασμένου πολιτισμοῦ Ἰ.Δραγούμ., Ὅσοι ζωντ. 2, 99. || ᾌσμ. Ψηλὸ βουνὶν ἀνέαινα | κ’ ἤμουν βαριˬὰ θλιμ-μένο θλιμ-μένο καὶ ’εράμενο | καὶ παραπονεμένο Κάρπ. Φεύγουν παιδιˬὰ ἀνύπαντρα, γυρίζουν γερασμένα καὶ τὰ γελοῦν οἱ--ἔμορφες, ροῦσες καὶ μαυρομάτες Ἤπ. (Μαζαρ.) 2) Ξηρός, σκληρὸς Πελοπν. (Οἴτυλ.): Γερασμένη μυτζήθρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA