γεροκόμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκόμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροκόμος ὁ, Ἄθ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γεροκόμος, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. γηροκόμος. Πβ. Κ. Κόντ., Ἀθηνᾶ 19 (1907), 37.

Σημασιολογία

Μοναχὸς ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν γένει ὑπηρεσίαν τοῦ γηροκομείου τῆς μονῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/