γεροντάμπελον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντάμπελον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντάμπελον τό, Κύπρ. ᾽εροdάbελο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεροdάbελος ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. ἀμπέλι. Ὁ τύπ. γεροντάμπελον καὶ ἐν ἐγγρ. τοῦ 1626. Βλ. Α. Κατσουρ. Ἐπετ. Ἑταιρ. Κυκλαδ. Μελετ. 7 (1968), 45

Σημασιολογία

Ἡ γηραιά, ἡ πολυετὴς ἄμπελος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἤνιασές το dό ᾽ροdάbελο τσὶ χρόνοι εὐτοὶ (ἤνιˬασες ==ἀνανέωσες) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μ᾽ ἀbέλι ἐδὰ εἶναι κ᾽ εὐτό; Ἕνας γεροdάbελος εὐτοῦ χάμαι αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/