γεροντόσπορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόσπορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροντόσπορος ὁ, Πελοπν. (Δίβρ. κ.ἀ.) γεροdόσπορος Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο καὶ τοῦ οὐσ. σπόρος.

Σημασιολογία

Τὸ ἐξ ἡλικιωμένων γονέων, ἰδίᾳ δὲ ἐκ πατρὸς γέροντος γεννηθὲν τέκνος ἔνθ᾽ ἀν.: Γεροdόσπορος εἶν᾽ ὁ κακομοίρης, εἶdα θὰ σοῦ κάμη; Μεραμβ. Ἀνάθεμα νὰ ἔχῃς, γεροdόσπορε! (ἀρὰ) Νεάπ. Θὰ τοὺς κληρονομήσῃ ᾽κεῖνος ὁ γεροdόσπορος Γέρμ. Συνών. εἰς λ. γεροντόσπερμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/