γερουσιαστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερουσιαστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γερουσιαστὴς ὁ, λόγ σύνηθ. γερουσαστὴς Πελοπν. (Γαργαλ. Κοντογόν. Παιδεμέν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γερουσιαστής.

Σημασιολογία

Τὸ μέλος τὴς Γερουσίας, Ι.: Ὁ μακαρίτης ὁ γιατρός μας ἔβγαινε χρόνια γερουσιαστὴς ἐπὶ Βενιζέλου Ἀθῆν. Ὅταν ἤτανε γερουσαστὴς ὁ Λουπινᾶς ᾽πὸ τὴν Κεπαρισσία, λέγανε πὼς θὰ πέρναγε τὸ τραῖνο κι ἀπὸ τὸ Μάραθο Γαργαλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/