γεωμετρία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωμετρία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεωμετρία ἡ, λόγ. κοιν. γιˬωμετρία κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γεωμετρία. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἡ γεωμετρική ἐπιστήμη, ἤτοι κλάδος τῶν μαθηματικῶν ἐπιστημῶν πραγματευόμενος τὰς ἰδιότητας τοῦ χώρου καὶ τὴν καταμέτρησιν τῶν ἐπιφανειῶν καὶ τῶν ὄγκων τῶν σωμάτων δι᾽ ἀναγωγῆς αὐτῶν εἰς κανονικὰ γεωμετρικὰ σχήματα λόγ. κοιν.: Ὁ Εὐκλείδης εἶναι ὁ πατέρας τῆς γεωμετρίας. 2) Σύγγραμμα ἐπὶ γεωμετρικοῦ θέματος ἢ διδακτικὸν βιβλίον τῆς γεωμετρίας λόγ. κοιν.: Ξέχασε τὴ γεωμετρία ᾿ς τὸ σχολεῖο κοιν. Ἐνεύριασε κ᾽ ἔσκισε δυὸ φύλλα ᾽πὸ τὴ γιˬωμετρία του Πελοπν. (Γαργαλ.) 3) Τὸ διδασκόμενον εἰς τὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα μάθημα τῆς γεωμετρίας λόγ. κοιν.: Παρακολουθῶ τὸ μάθημα τῆς γεωμετρίας. Τὰ θέματα τῆς γεωμετρίας ἦταν δύσκολα καὶ οἱ περισσότεροι μαθητὲς ἔδωσαν ἄσπρη κόλλα. Τὸ μυˬαλό σου εἶναι ᾿ς τὶς βολτοῦλες, γι᾽ αὐτὸ εἶσαι τοῦβλο ᾽ς τὴ γιˬωμετρία κοιν. ᾽Σ τὴ γιˬωμετρία ἤτανε κουμπου᾽ρα ἡ Ἀγγέλω (κουμπούρα = ἀνεπίδεκτος μαθήσεως) Πελοπν. (Παιδεμέν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/