γηφαγωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γηφαγωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γηφαγωμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. γησουφαουμένους Στερελλ. (Πρίστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῆ, παρὰ τὸ ὁποῖον καὶ γῆς καὶ γῆση καὶ τῆς μετοχ. φαγωμένος, τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ὑπὸ τῆς γῆς φαγωθείς, καταβρωθεὶς μετὰ τὸν ἐνταφιασμόν του: Ὁ ἄντρας σ᾽ εἴν᾽ γησουφαουμένους. 2) Ἐπὶ ἀρᾶς, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον καταρώμεθα νὰ φάγῃ ἡ γῆ: Κεῖνου τοὺ παλαβὸ τοὺ πιδὶ μ᾽ πῆγι ᾽ς τ᾽ ἀμπέλιˬα κὶ πῆρι σταφύλιˬα τοὺ γησουφαουμένου!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA