γιˬαβάνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαβάνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαβάνης ἐπίθ. ἐνιαχ. γιαβά᾽ς Βιθυν. (Πιστικοχ.) γιˬαβάντ᾽ς Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Θηλ. γιˬαβάναινα Πόντ. (Τραπ.) γιˬαβανέσσα Πόντ. (Τραπ.) Οὐδ. γιˬαβά᾽κου Θρακ. (Ἑλληνοχώρ. Σουφλ.) Πόντ. (Τραπ.) γιˬαβάνιν Πόντ. (Κερασ.) γιˬαβάν᾽ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ τουρκικοῦ yavan : ἀδύνατος, ἄνοστος.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ κρέατος, τὸ ἄπαχον, τὸ ψαχνὸν Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Γιˬαβάν᾽ κρέας Πόντ. Τὸ κρέας γιˬαβάν᾽κου ἕν᾽ Τραπ. β) Φαγητὸν ἄνευ ἀρτύματος βουτύρου ἢ λίπους Θρᾴκ. (Σουφλ.) Πόντ.: Γιˬαβά᾽κου τοὺ φαἴ. Σουφλ. Γιˬαβάν᾽ φαΐν Πόντ. γ) Ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἀδύνατος, ὁ ἀνήμπορος Βιθυν. (Πιστικοχ.): Κάτ᾽ κάτ᾽, ρὲ γιˬαβά᾽. δ) Ἐπὶ συστάσεως ἐδάφους, τὸ μὴ εὔφορον, τὸ ἄγονον Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.): Τὰ χωράφιˬα μ᾽ εἶνι οὕλα γιˬαβά᾽κα. 2) Μεταφ. ὁ ἐπιπόλαιος, ὁ ἀνόητος Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬαβάνης Ἀθῆν. Τσακων. (Χαβουτσ.). Πβ. ἀπογιˬαβανοῦμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA