γιˬαγλικάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγλικάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαγλικάκι τό, Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαγλίκι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι. Μαντηλάκι: ᾎσμ.

Σημασιολογία

Μόσκο καὶ μοσκοκάρυδα μαχεῖ καὶ τὴν ἀχνίζει καὶ μὲ τὸ γιˬαγλικάκι dου τὸ αἶμα τζη σφουgίζει (μαχεῖ = μασεῖ, μασᾷ) Βιάνν. Πβ. É. Legrand, Chansons grecques, 24.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/