γιˬακαδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬακαδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬακαδάκι τό, σύνηθ. γιˬακαδά᾽ βόρ. ἰδιώμ. γιˬακαδάτσι ἐνιαχ. γιακ-αδάτσι Κάσ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬακᾶς ἀπὸ τὸ θέμ. τοῦ πληθ. γιˬακᾶδες.
Σημασιολογία
Μικρὸς γιˬακᾶς 1, τὸ ὁπ. βλ.: Φοράει τὸ φουστάνι ᾽ μὲ τὸ ἄσπρο γιˬακαδάκι. Εἶναι μόδα φέτος τὰ στενὰ γιˬακαδάκια σύνήθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA