γιˬακὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬακὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬακὶ τό, Βιθυν. (Κατιρλ. κ.ἀ.) Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Φωτειν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σουφλ κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Γηλοφ. Γρεβεν. Δαμασκ. Δεσκάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Λεβάδ. Παλαιοχ.) γιˬακὶν Πόντ. (Τραπ.) γιˬακοὺ Θεσσ (Ἀετόλοφ. Κρυόβρ. Νερόμυλ. Συκαμν.) γιˬακ-κοὺ Μεγίστ γιˬαὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬακὴ ἡ, Θεσσ. (Δομον) Μακεδ. (Γαλάτιστ. Ἐράτυρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yaki = καυτήριον, ἐκδόριον.

Σημασιολογία

Ἔμπλαστρον, ἐκδόριον τῆς πρακτικῆς ἰατρικῆς κατασκευαζόμενον διὰ λευκώματος ἀβγοῦ, σάπωνος, στυπτηρίας καὶ ρακῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Μὶ πουνάει ἡ μέση μ᾽ κὶ θὰ ρίξου ἔνα γιˬακὶ Μακεδ. (Παλαιοχ.) Τσακί᾽κι ἡ πιθερά μ᾿ κὶ τ᾿ς ἐβαλάμι γιˬακὶ γιˬὰ νὰ γιρέψ᾽ Μακεδ. (Γήλοφ) Δέστι του τοὺ τσακισμένου τοὺ χέρ᾽ καλὰ μὶ τ᾽ γιˬακὴ Μακεδ. (Γαλάτιστ.) Μὶ ᾽κεῖνου τοὺ γιˬακὶ μ᾽ ἀπαγάδιασαν οἱ πόν᾽ (μ᾿ ἀπαγάδιˬασαν = καταπράϋναν) Εὔβ. (Λιχὰς) Θῆκον γιακὶν ἀπάν᾽ ᾿ς σὴ γιˬερά σ᾽ (τοποθέτησα ἔμπλαστρον ἐπάνω εἰς τὴν πληγήν σου) Πόντ. (Τραπ.) || Φρ. Γιˬακ-κοὺ νὰ τῆς τὸ βάλουσιν! (νὰ ἀποθάνῃ, νὰ τὸ πάρῃ μαζί της εἰς τὸν τάφον· ἀρὰ) Μεγίστ. Συνών φρ. Σάβανο νὰ τῆς τὸ βάλουν. Συνών. ἀνακόλλι, βιζικάντι, βιζικατόρι, κατάπλασμα, μπλάστρι. β) Ἀποτριχωτικῆ ἀλοιφὴ Θεσσ. (Νερόμυλ.): Μὶ ἀγ᾽ρίδις κὶ ζάχαρ᾽ ἔφκε͜ιαναν γιακοῦ κ᾽ ἔβγαναν τ᾿ς τρίχις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/