γιˬανλαεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬανλαεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬανλαεύω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬάνι καὶ τῆς παραγωγ καταλ -λαεύω, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Α. Α. Παπαδοπ., Λεξ. Ποντ διαλ. καὶ γιˬαγκασλαεύω, γιˬαγλαεύω κτλ.
Σημασιολογία
Κλίνω πρὸς τὰ πλάγια: Ἐγιˬανλάεψεν τὸ καράβ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA