γιˬαραντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαραντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαραντίζω (ΙΙ) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) γιˬαραdίζω Κρήτ. γιˬεραdίζω Κρήτ. γιˬαρατὶν-νου Λυκ (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaratmak = δημιουργῶ.
Σημασιολογία
Δημιουργῶ ἔνθ’ ἀν.: Ὁ Θεὸς ἀποὺ μ’ ἐγιˬαράdισε Κρήτ. Μὰ τὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἐγιˬαράdισε αὐτόθ. Πολλὰ κακουρὲς εἶσαι, καημένε! - Ἔ, ἐτσὰ μὲ γιˬεράdισε ὁ Θεός! (κακουρὲς = καχεκτικὸς) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA