γιˬασεμάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬασεμάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬασεμάκι τό, πολλαχ. γιˬασεμάτσι Μεγίστ. γιˬασιμάκι Ἀθῆν. (παλαιότ.) Πάτμ. Σύμ. γιˬασιμάιν Ρόδ. γιˬασιμάι Κῶς (Κέφαλ.) Ρόδ. γιˬασ’μά’ Σάμ. (Παλαιόκαστρ.) γιˬασιμάτσι Ἀστυπ. διˬασιμάκι Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. Λῆμν. Τῆλ. διˬασιμά’ Λῆμν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬασεμὶ διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι. Διὰ τὸν τύπ. διˬασεμάκι πβ. λ. γιˬά.
Σημασιολογία
Μικρὸς κλῶνος ἀνθισμένης γιˬασεμιᾶς ἢ ἁπλῶς τὸ φυτὸν γιˬασεμὶ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Τὸ γιˬασεμάκι πού’ χω ’ς τὴ γλάστρα δὲ θέλει νὰ προκόψῃ Ἀθῆν. || ᾌσμ. Ἡ νύφ’ εἶναι γαρίφαλο, γαμπρὸς γαριφαλάκι, μ’ ἀλήθε͜ια κ᾿ ἡ κουμπάρα μας μιὰ ράμνα γιασεμάκι (ράμνα = κλωνάρι) Θρᾴκ. (Κασταν). Τὸ κουμπαρίβ-βασιλικὸς κ᾽ ἡ νύφ-φη γιˬασεμάκι, μ’ ἀλήθε͜ια καὶ ὁ νιˬόγαμπρος κουτσὶν τριˬανταφυλλάκι (κουτσὶν = ὀφθαλμὸς φυτοῦ, μπουμπούκι) Ρόδ. Γαρίφαλου τῆς γειτονιᾶς, κουντσέ μου, μὴ μ’ ἀνοίξῃς κὶ σύ, ἄσπρου διˬασιμάκι μου, ’ς τὰ ξένα μὴν ὰργήσῃς (κουντσὲς = μπουμπούκι) Λῆμν. Ἡ τθάλασσα μοῦ τό ’φαε τ’ ἄσπρομ-μου γιˬασιμάτσι τσ᾿ ὅσο νὰ ντζῶ θὰ στάντζουσιν dὰ σείλη μου φαρμάτσι (ἐκ μοιρολ.) Ἀστυπ. Τριˬανdάφυλ-λό μ᾽, μὴμ-μαραθῇς, δυˬόσμε μου, μὴμ-μαδήσῃς τσαί, ἄσπρογ-γιασεμάτσιμ-μου, ’ς τὰ ξένα μὴν ἀργήσῃς Μεγίστ. Ἄχ, ἄσπρο διˬασιμάκι μου, πο͜ιὸς σοῦ ᾽δωκε τὰ μύρα! Σμύρν Μπαξέ μου, μὲ τὰ λούλουδα καὶ μὲ τὰ διˬασιμάκιˬα Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA