γιˬονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬονίζω Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Κατὰ Ἄνθ. Παπαδόπ., Λεξ. Ποντ. διαλ., ἐκ τῆς αἰτ. γιˬὸν τοῦ οὐσ. γιˬός.

Σημασιολογία

Γεννῶ, τίκτω, ἀποκτῶ υἱόν: Νὰ μὴ σώνῃς καὶ νὰ μὴ γιˬονίσῃς (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/