γιˬόρτασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬόρτασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬόρτασμα τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. κ.ἀ. γιˬόρτασμαν Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) γιˬόρτιˬασμα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Κορών. Φεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. γιˬόρταγμαν Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. ἑόρτασμα. Ὁ τύπ. γιˬόρτιˬασμα ἐκ τοῦ ρ. γιˬορτάζω, τὸ ὁπ. βλ.
Σημασιολογία
1) Ἡμέρα ἑορτῆς, ἑορτασμὸς Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Κορών.) Πόντ. (Οἰν.) Στερελλ. (Αὶτωλ. Ἀκαρναν.) -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ: Ἔχουμε καὶ νιˬὰ καλὴ βαντιˬέρα, μὰ εὐτούνη τὴ βγάνουμε μοναχὰ σὲ γιˬορτιάσματα (βαντιˬέρα = δίσκος κεράσματος) Κορών β) Ἐπἐτειος ὀνομαστικῆς ἑορτῆς Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Κορών. Σουδεν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. Ἅμαν εἶναι τὸ γιˬόρτιˬασμα τοῦ παιδιοῦ της, ἡ νοικοκυρὰ θὰ στρώσῃ τὴν ἁπλάδα ᾿ς τὸ πάτωμα (ἁπλάδα = εἶδος μαλλίνου τάπῆτος) Καλάβρυτ. ’Σ τὰ γιˬορτάσματα τοῦ νοικοκύρη στρώνουν τὴ σάλα μὲ βελέντζες Ἀράχ. Μεθαύριο, τ’ ἅγιˬο-Σπυριδώνου, ἔχετε τὰ γιˬορτιˬάσματα τοῦ γιˬοῦ σας Κορών. Πρέπει νὰ πάω νὰν τὴ χαιρετήσω, ἔχει τὰ γιˬορτιˬάσματα τ’ ἀντροῦς της αὐτόθ. Συνών. γιˬορτὴ 1β, γιˬορτάσι 1Β σκόλη. 2) Πληθ., γλυκύσματα παρασκευαζόμενα ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ ὀνομαστικῆς ἑορτῆς Πελοπν. (Φεν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA