γιˬοτσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοτσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬοτσιˬάζω ἐνιαχ. γιˬοτσασμένος Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬότσα (Ι).

Σημασιολογία

Εἰς τὴν μετοχ., προληπτικῶς, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον καταρώμεθα νὰ πάθη ἀποπληξίαν: Γιˬοτσασμένο ! (ἀρά μητρὸς πρὸς ἀτακτοῦν, μή ὑπάκουον τέκνον της· ποὺ νὰ πάθης ἀποπληξίαν· μετά τινος ἐλαφρᾶς ἐπιτιμήσεως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/