γιˬουρούντισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουρούντισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬουρούντισμα τό, ἐνιαχ. γιˬούρ’dισμα Κρήτ. (Σητ.) γιˬούρ’τουμα Στερελλ. (Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ἑκ τοῦ ρ. γιˬουρουντίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. γιˬουρ’dίζω καὶ γιˬουρ’τάου.
Σημασιολογία
Ἐφόρμησις, ἐπίθεσις ἔνθ’ ἀν.: Μὲ τὸ γιˬούρ’dισμα ποὺ κάμανε, τ᾽ ἁρπάξαν ὅλα μονομιˬᾶς. Κρητ. (Σητ.) Συνών. εἰς λ. γιˬούργιˬα. β) Κοινὴ προσπάθεια πολλῶν ἀτόμων πρὸς ἀποπεράτωσιν ἐργασίας Στερελλ. (Ἀχυρ.): Ἕνα γιˬούρ’τουμα, πιδιˬά, κὶ τοὺ πήραμι τοὺ σ’τάρ’ (τοὺ πήραμι=τὸ θερίσαμε). Ἕνα γιˬούρ’τουμ’ ἀκόμα κὶ τοὺν ἔμασαμι τοὺν gαπνὸ αὐτόθ. Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬούργιˬα 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA