γκαβοχρονιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβοχρονιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκαβοχρονιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γκαβουχρουνιˬὰ Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Ὀξύν. Σταγιᾶδ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γὴλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφύλλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβὸς καὶ τοῦ οὐσ. χρονιˬά.
Σημασιολογία
Ἔτος ἀφορίας εἰς τὴν γεωργικὴν παραγωγὴν ἢ τὴν κτηνοτροφίαν ἔνθ’ ἀν.: Εἶνι γκαβουχρουνιˬὰ φετου. Ψόφ’σαν τὰ πράτα ’ς τοὺ γέννου (πράτα₌πρόβατα, γέννους₌γέννηση) Φωτειν. Γκαβουχρουνιˬὰ φέτου, ὅλ᾿ ἀνάπουδα μᾶς ἦρθαν. Νὲ στάρ’ νὲ βρίζα νὲ κατσίκιˬα κι ἀρνιˬὰ (νὲ₌οὔτε, βρίζα₌σίκαλις) Γήλοφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA