γκαζέλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαζέλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαζέλι τό, ἐνιαχ. γκατζέλι Θράκ. Μακεδ. gατζέλι Θράκ. (Τσακίλ.) gατζέ’ Θράκ. (Αἶν.) γκατζέ’ Ἤπ. (Θεσπρωτ. Κουκούλ. Πρέβ. κ.ἀ.) Θράκ. (Κεσάν.) γκατσέ' Α. Ρούμελ. (Καβακλ.) γκαέ’ Ἤπ. (Κωστάν. Ξηροβούν. Πλάκ.) γαζέλι Ἤπ. (Δρόβιαν. Λάκκα Σούλ. Μαργαρ. κ.ἀ.)-Λεξ. Αἰν. γαέλι Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) Μακεδ. γαζέ’ Στερελλ. (᾽Αράχ. Γραν.) γκατό Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Θράκ. (Ἀδριανούπ. Ἀμόρ. Κεσάν. Σουφλ. Χατζηγ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βέρ. Βογατσ. Κίτρ. Ὄλυμπ. Πεντάπολ.) γκατό’ Θράκ. (Ἑλληνοχώρ.) γαζό᾽ Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Μακεδ. (Βέρ. Κοζ.) γαό’ Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Δῖον Κολινδρ. Ὄλυμπ. Ρουμλ.) γαρό’ Μακεδ. (Βλάστ.) κατζό’ Θράκ. (Αἶν.) κατό’ Θράκ. (Μαρών.) καρτσέ’ Μακεδ. (Καστορ.) κατσελ-λὶν Κύπρ. γκατό’ς ὁ, Θράκ. (᾽Αδριανούπ. Καρωτ.) καζόλης Κρήτ. (Ἀχεντρ. κ.ἀ.) γκαό’ς Μακεδ. γαρτζόλης Κρητ. (Ἀχεντρ.) γκ’έ’ Ἤπ. (Ξηροβούν.) γκαντούρι Θεσσ. (Κρυόβρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκαζέλα, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. γαζέλα, γκατζόλα κ.λ.π. κατὰ τύπ. ὑποκορ. Ἡ ἀλλαγὴ γένους κατὰ τὰ συνών. γαιˬδούρι, γομάρι. Οἱ εἰς -όλι τύπ. διὰ τὸ γκάζος, τὸ ὁπ. βλ. Περὶ τῆς καταλ.-ὶν εἰς Κύπρον βλ. Σ. Μενάρδ. εἰς ᾿Αθηνᾶν 16 (1904), 85-6. Ὁ τύπ. γκαντούρι ἐκ συμφύρ. μετὰ τοῦ συνων.γαιˬδούρι.
Σημασιολογία
1) Πῶλος ὄνου. Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θράκ. (Κεσάν. Τσακίλ.) Κρήτ. Μακεδ. (Βογατσ. Πεντάπολ Ρουμλ.): Ἆσμ. Φτηνό, μὰ καὶ καλὰ φτηνὸ ἤδωκες τὸ gαζόλη καὶ δὰ τὸ μάθουν’ς τὸ χωριˬὸ καὶ δὰ σὲ παίζουν ὅλοι (δὰ=θὰ) Κρήτ. Συνών. γαιˬδουράκι, γαιˬδουράκος. β) Μικρόσωμος ὄνος Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Γραν.) 2) Ὄνος ἀνεξαρτήτως ἡλικίας καὶ ἀναστήματος Ἤπ. (Δροβιαν. Κουκούλ. Κωστάν. Λάκκα Σούλ. Μαργαρ. Ξηροβούν. Πλάκ.) Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) Θράκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. ᾿Αμόρ. Καρωτ. Κεσάν. Μαρών. Σουφλ. Χατζηγ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Ἀχεντρ.) Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Δῖον Κοζ. Κίτρ. Κολινδρ. Ὄλυμπ.) Στερελλ. (Ἀράχ.)-Λεξ. Αἰν.: Κ᾿βανῶ ξύλα μὶ τοὺ κατό' Μαρών. Φόρτουσαν λοιπὸν τοὺ γκατό’ κιˬ ἄρχιψι ’ς τὴ στράτα (ἐκ παραμυθ.) Θράκ. Ἂν θέ’ς νὰ δώῃς κουρίτ’ νὰ καλουή’, νὰ τοὺ δώῃς ’ς τούν Κουλιντρό, κιˬ ἂν θέ’ς νὰ δώῃς γαό’ γιὰ νὰ ψουφή’ νὰ τοὺ δώῃς ᾽ς τοὺν Κουλιντρὸ Δίον. Ἔ’ ἕνα γκαζό’, ὅλου ἄρρουστου εἶνι αὐτόθ. Τὶ ζημιˬὰ τοῦ ἔκανα; Μιˬὰ λόθρα χορτάρ’ τοῦ ’φαγι τοῦ γαζέ’ (μιˬὰ λόθρα=πολὺ ὀλίγην ποσότητα) Λάκκα Σούλ. || Παροιμ. Τοὺ χαμαδὸ τοὺ γκατό’ οὕλ’ τοὺν ἀνεβαίν’ν (ἐπὶ ἐκμεταλλευομένων τοὺς ἀδυνάτους) Ἀδριανούπ. Ἅμα ἄκουι οὑ θιγὸς τ᾿ς καρακάξις, δὲ θὰ ’πόμ'ναν γκατόλια (ἐπὶ ἀπραγματοποιήτων εὐχῶν ἤ ἀρῶν) Ἀμόρ. Συνών. παροιμ. Ὁ Θεὸς κορώνας νὰ ἔκουεν, ᾿ς σὸν κόσμον ἄλογα ’κὶ θὰ ἐπεμείν’ναν. Συνών. γάιˬδαρος 1, γαιˬδούρι 1, γκάζος 1, γομάρι. 3) Μόσχος Κύπρ. 4) Ὄνομα κυνὸς Ἤπ. (Θεσπρωτ.) 5) Εἶδος ἀγρίου ζῴου ὁμοίου πρὸς τὴν ἰκτίδα Ἤπ. (Θεσπρωτ.) 6) Οὐτιδανός, ἀγροῖκος ἄνθρωπος Ἤπ. Θράκ. (Αἶν. Τσακίλ.) Συνών. γάιˬδαρος Β2, 3. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκατζόλας καὶ ὡς ἐπών. Μακεδ. (Βέρ.) καὶ ὡς παρωνύμ. Μακεδ. (Κοζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA