γκερένι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκερένι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκερένι τό, Δαρδαν. (᾿Οφρύν.) ’Ιων. (Κρήν. κ.ἀ.) gερένι ᾿Ιων (Κάτω Παναγ.) γκιρέ’ Θεσσ. (Δομοκ. Κρήν.) Θρᾴκ. (Καρωτ. Σουφλ.) gιρέ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. geren=ἀργιλλῶδες ἔδαφος.
Σημασιολογία
1) ’Αργιλλώδης γῆ ἔνθ’ ἀν.: Γκιρένιˬα εἶνι ᾿ς τοὺ gάbου Θεσσ. (Κρὴν.) 2) ’Επιθετικ., γλυφόν μὴ πόσιμον ὕδωρ φρεατίου Θρᾴκ. (Σουφλ. κ.ἀ.): Τοὺ πηγάδ’ μας ἔ’ γκιρέ’ νιρό. 3) Σύνεκδ., φρεάτιον περιέχον ὕδωρ μὴ πόσιμον Θρᾴκ. (Καρωτ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Gερένιˬα Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Γκιρένιˬα Μακεδ. (᾿Αμφίπολ. Πεντάπολ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA