γκιˬαουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬαουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκιˬαουρίζω Χ. Χρηστοβασ., Διαγων., 57.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκιˬαούρης.

Σημασιολογία

Ὑβρίζω, προσβάλλω τινὰ ὡς ἄπιστον καὶ ὑποτελῆ: Δεύτερη φορὰ ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὰς τὸν ἔβρισε κιˬ ὄχι μόνο τόνε σιχτίρισε, τὸν γκιˬαούρισε καὶ τὸν ἄμπωξε, ἀλλὰ τραύηξε καὶ τὸ σπαθί του νὰ τόνε χτυπήσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/