γκιˬογκιˬόνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬογκιˬόνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκιˬογκιˬόνα ἡ, ἐνιαχ. gιˬοgιˬόνα Κρήτ. (Μεραμβ. Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκιˬογκιˬό, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. gιˬοgιˬό. Ἡ κατάλ. ἐκ τῆς ἐπικλήσεως νά, gιˬοgιˬό, νὰ κατ’ ἀναλογίαν καὶ πρὸς τὸ συνών. κατσίκα.
Σημασιολογία
1) Αἴξ ἔνθ’ ἀν.: Πόσο γάλα βγάνει ἡ gιˬοgιˬόνα; Μεραμβ. 2) Μεταφ., γυνῆ ὀκνηρά: Τοῦ διˬαόλου τὴ gιˬοgιˬόνα, ποῦ τὴν εὑρήκαμε ! Νὰ κάθεται ’ς τὸ σπίτι κ’ ἐμᾶς νὰ μᾶσε τρώῃ ὁ ἥλιˬος ὅλη μέρα ’ς τὸ χωράφι Σητ. Ἄδικο νὰ σέ ’βρῃ, gιˬοgιˬόνα, ὅdε δὲν εἶσαι μόνο νὰ βλέπῃς τὸ σπίτι (ὅdε... σπίτι=ἀφοῦ δὲν κάμνεις άλλο ἀπὸ τοῦ νὰ κάθεσαι εἰς τὴν οἱκίαν) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA