γκιˬουλὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬουλὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκιˬουλὲς ὁ, (ΙΙ) ἐνιαχ. gιˬουλὲς Πελοπν. (Μάν.) κιουλέσιν Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. güle = πάλη, ἀγών.

Σημασιολογία

1) Ἡ πάλη Λυκ. (Λιβύσσ. κ.ἀ.) 2) Ἡ ἰδιοτροπία Πελοπν. (Μάν.): Κάνεις καὶ σὺ τὸ gιˬουλέζου, παλληκαρούνι! Νὰ dὸ φάῃς καὶ μὴ κάνῃς τὸ gιˬουλέ ζου (πβ. μοῦ κάνεις καὶ τὰ νάζιˬα - τὰ τσαλιμάκιˬα σου, μεταφ. ἐκ τῶν ἀκκισμῶν, τῆς πάλης).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/