γκὶτ-γκὶτ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκὶτ-γκὶτ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γκὶτ-γκὶτ μόρ. Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Μακεδ. (Βογατσ.) γκίτι-γκίτι Μακεδ. (Βογατσ. Γήλοφ. Δασοχώρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Ἦλ. Μαργελ. Παιδεμέν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ρουμαν. gît = λαιμός.
Σημασιολογία
Θωπευτικῶς, μόριον τὸ ὁποῖον ἐπαναλαμβάνουν αἱ μήτέρες εἰς τὰ τέκνα των ψαύουσαι ἐλαφρῶς αὐτὰ διὰ τῶν χειρῶν εἰς διάφορα μέρη τοῦ σώματος ἀρχόμεναι ἐκ τῶν κάτω, τῆς κοιλίας π.χ., καὶ καταλήγουσαι εἰς τὸν λαιμὸν διὰ γὰργαλισμοῦ. Ἄρχονται διὰ τινος ᾀσματίου καὶ καταλήγουσι εἰς τὴν ἐπιφώνήσιν ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Πάει ὁ κάβουρας νὰ πιˬῇ νερὸ ᾽ς τοῦ Γιˬωργούλη (π.χ.) τὸ λαιμό, γκίτι-γκίτι, γκίτι Γαργαλ. Κάβουρας, κάβουρας πάει γιˬὰ νερὸ καὶ ᾽ς τοῦ Δημητράκη τὸ λαιμό, γκίτι-γκίτι γό Ἦλ. -Ποῦ πᾷς, ψιψικά᾽, ποῦ πᾷς, γαττά; -Παγου νὰ φάγου τοὺ ᾽Λινά᾽! γκίτι, γκίτι, γκίτι, γκίτι Αὐδήμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA