γκολιˬαρίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκολιˬαρίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκολιˬαρίδα ἡ, ἐνιαχ γκουλιˬαρίδα Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Κοζ.) γολερίδα Κ. Οἰκονόμ., Δοκίμ. 3, 396.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκόλιˬος καὶ τοῦ οὐσ. ἀρίδα.

Σημασιολογία

1) Γυμνὴ κνήμη Μακεδ. (Κοζ.) - Κ. Οἰκονόμ., Δοκίμ. 3, 396: Σ᾽κώθ᾽κι τοὺ ζdράνι μ᾽ κὶ φα᾽κιν ἡ γκουλιˬαρίδα μ᾽ (ζdράνι = φόρεμα) Κοζ. Συνών. ἀρίδα 3, γάμπα 1. 2) Τὸ ἀδύνατον πόδι Μακεδ. (Βελβ.) 3) Κεφαλὴ κουρεμένη σύρριζα Μακεδ. (Κοζ.) Συνών. γλόμπος, γουλί. 4) Ξηρὸς κλάδος δένδρου ἄνευ φύλλων Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. γκόλιˬος 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/