γκρεμοδιˬαβατίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμοδιˬαβατίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκρεμοδιˬαβατίζω ἐνιαχ. κρεμ-μοδιˬα᾽ατῶ Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμὸς καὶ τοῦ ρ. διˬαβατίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ διˬαβατῶ.

Σημασιολογία

Διέρχομαι κρημνώδεις τόπους: ᾎσμ. Κοντο᾽ορτίτζει μιˬὰ καὶ δυˬό, τ᾽ ἀκρία ξεκουρών-νει, κιˬ ὁ Φλό᾽ος κρεμ-μοδιˬα᾽ατεῖ καὶ κρεμ-μοπετζουλών-νει (ὁ λαγὸς ἐνν., κοντοβολτίζει, κάμνει μικροὺς περιπάτους καὶ ἀναβαίνει εἰς τὰ ἄκρα καὶ ὁ Φλόγος ὁ σκύλλος ἀνέρχεται εἰς ἀποκρήμνους ἐξοχὰς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/