γλαροματιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαροματιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλαροματιˬάζω (Ι) Θήρ. γλαρομαθιˬάζω Θήρ. γλαρομαθιˬασμένος Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλαρομάτης (Ι).
Σημασιολογία
Παρατηρῶ, ρίπτω βλέμματα ἐρευνητικά, οἱονεὶ ὡς γλάρος: Τί τὸ γλαροματιˬάζεις; Γιˬὰ νὰ μοῦ τὸ πάρῃς;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA