γλαροσπηλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαροσπηλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλαροσπηλιˬὰ ἡ, Α. Μαμμέλ., Σκοπ. 61 –Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλάρος καὶ σπηλιˬά.
Σημασιολογία
Σπῆλαιον εἰς τὸ ὁποῖον συχνάζουν, διαμένουν γλαροι ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Τοὺς βράχους, τὶς γλαροσπηλιˬές, τὴ γῆς ποὺ ἥμερη θάλλει. κιˬ ἀμάραντη ἡ ἀρχαία ἐλιˬά, τ᾽ ἄσωτα ψάρια... Α. Μαμμέλ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA