γλούπισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλούπισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλούπισμα τό, Πόντ. (Οἰν.) γλούπισμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) - D. Oekonomides, Lautlehre des Pont. 56 γλούπιγμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) - D. Oekonomides ἔνθ᾿ ἀν. γλούπιμαν Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλουπίζω (Ι).
Σημασιολογία
1) Ἀποφλοίωσις, ξεφλούδισμα ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἔκδαρσις, ξέγδαρμα Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) β) Μεταφ., ἀπογύμνωσίς τινος δι᾿ ἀπάτης, συνήθως εἰς τὸ ἐμπόριον Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA