γλυκαμυγδαλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκαμυγδαλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκαμυγδαλιˬὰ ἡ, Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 2, 162 γλυκαμυγλαδιˬὰ Κρήτ. (Σέλιν.) γλυκομυδγαλιˬὰ Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀμυγδαλιˬά.
Σημασιολογία
Εἶδος ἀμυγδαλῆς, τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς εἶναι ἰδιαιτέρως γλυκὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Νὰ μοῦ δώκῃς κάνα μύγδαλο ᾿πὸ ᾿κείνη τὴ γλυκομυγδαλιˬὰ γιˬὰ νὰ φκε͜ιάσω γλυκὸ Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA