γλυκοκερασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκερασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκοκερασιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μάν.) - Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 101 γλυκοκερασὰ Σάμ. (Κουμαδαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ έπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. κερασιˬά.

Σημασιολογία

Τὸ ὀπωροφόρον δένδρον Κέρασος ὁ γλυκύκαρπος (Cerasus dulcis) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Εἶχα ᾿να περιβολάκι, κ᾿ εἶχα μέσα τσαμπουρνιˬὲς κιˬ ὅλο γλυκοκερασιˬὲς Μ. Λελέκ., ἔνθ᾿ ἀν

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/