γλυκοκουράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκουράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοκουράζω ἐνιαχ. Μετοχ. γλυκοκουρασμένος Γ. Ξενόπ., Ἰσαβέλλ., 18.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κουράζω.
Σημασιολογία
Προκαλῶ ἢ αἰσθάνομαι κούρασιν, κάματον οἱονεὶ γλυκύν, εὐάρεστον ἐνιαχ.: Ἡ Ἰσαβέλλα γλυκοκουρασμένη, εἶχε πέσει σὲ μιˬὰ καρέκλα, κοντὰ ᾿ς τὸ τραπεζακι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA