γλυκόπνοος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόπνοος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόπνοος ἐπίθ. Κ. Παλαμ., ᾽Ασάλ. ζωή , 13 Α. Μελαχρ. εἰς Ἀνθολ. Η. ᾽Αποστολίδ., 247 Ν. Ἑστ. 20 (1936), 1477 -Λεξ. Δημητρ. γλυκύπνοος Δ. Σολωμ., 181.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. πνοὴ. Ὁ τύπ. γλυκύπνοος κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ γλυκύς, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γλυκός.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἀνέμου, ὁ πνέων ἠπίως, ἁπαλῶς, εὐαρέστως, οἱονεὶ γλυκά, ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Ὡσὰν γλυκόπνοο | δροσάτο ἀεράκι μέσα σὲ ἀνθότοπο, | κε͜ιὸ τὸ παιδάκι τὴν ὕστερη ἔβγαλε | ἀναπνοὴ Δ. Σολωμ., ἔνθ’ ἀν. Τώρα τοῦ ᾽Απρίλη τὸ γλυκόπνοο τὸν ἀέρα σαλπίγγων τὸν ἐτάραζε ὁ ἀχὸς ἀγρίων Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ., εὐχάριστος, εὐάρεστος, οἱονεὶ γλυκὺς Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν. Α. Μελαχριν., ἔνθ᾽ ἀν.: Κ᾽ ἔχω ὅλο τὸ θάρρος μιὰ π’ ἄκουσ’ αὐτὰ τὰ γλυκόπνοα τὰ ὄνειρα Ν. ᾿Εστ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Κ’ ὑμέναιους δένει μυστικοὺς μὲ τὸν παλμὸ τῆς ὥρας᾿ς τοὺς φλοίσβους, ’ς τὰ τρεμόφυτα καὶ ’ς τὰ γλυκόπνοα μῦρα Α. Μελαχριν., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA