γναφίσκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γναφίσκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γναφίσκος ὁ, Σύμ. ἀγναφίσκος Κάλυμν. Λέρ. ἀρναφίσκος Λέρ. ἀγνάφισκας Ἀστυπ. Νίσυρ. Σύμ. ἀρνάφισκας Ἀστυπ. Ρόδ. Χάλκ. Οὐδ. ἀρναφίσκι Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γναφεὺς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίσκος. Βλ. Φ. Κουκουλ., Ἀθηνᾶ 41 (1929), 184, 189.

Σημασιολογία

Ὁ ἰχθύς Θύννος ὁ μακρόπτερος (Thunnus alalunga) τῆς οἰκογ. τῶν Θυννιδῶν (Thunnidae) ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ ἀγναφίσκος πιάνεται μὲ δίχτυ ἀφροῦ, μὲ ἁπλάδιˬα (= ἀφρόδιχτα) Κάλυμν. Συνών. ἀθιˬάς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/