γοργογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργογυρίζω Κορ., Ἄτακτ., 2.95 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γοργογυρίζω. Βλ. Διγεν. Ἀκρίτ., στ. 801 (ἔκδ. Hesseling) εἰς Λαογρ. 3 (1911), 576 καὶ Βλεθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 119 (ἔκδ. Ε. Κριαρᾶ, σ. 103).
Σημασιολογία
1) Κάμνω τινὰ νὰ ἐπιστρέψῃ, νὰ γυρίσῃ ταχέως, μετὰ σπουδῆς Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ., στ. 118-119 (ἔκδ. Ε. Κριαρᾶ) «καὶ ἂν αὐτοπροαίρετος οὐ θέλει νὰ γυρίσῃ, | ἐπάρετέ τον πεταστόν, γοργογυρίζετέ τον». 2) Ἀμτβ., ἐπιστρέφω ταχέως Λεξ. Δημητρ.: Κοίταξε νὰ γοργογυρίσῃς ἀπὸ τὸ ταξίδι σου. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Διγεν. Ἀκρίτ., ἔνθ᾽ ἀν., στ. 800 «τρεῖς ἴγκλες μου τὸν ἴγκλωσε καὶ τρεῖς ἐμπροστελῖνες | καὶ τὸ βαρὺν χαλίναρον διὰ νὰ γοργογυρίζη». 3) Στρέφω μετὰ ταχύτητος τροχὸν ἢ ἄλλο ἄνάλογον μηχάνημα Κορ., Ἄτακτ., 2.95 Λεξ. – Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA